Εύη Μποτσαροπούλου
Συνεπιμέλεια όπως γυναικεία ποσόστωση στις εκλογές
Της Εύης Μποτσαροπούλου
Τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, ελέω πανδημίας, όπως αρέσκεται ο Τύπος να γράφει, όλες οι fashion weeks μεταδόθηκαν ψηφιακά. Αυτή δεν ήταν η μόνη νεωτερικότητα. Υπήρξε ένα ευδιάκριτο ρεύμα σε μικτές κολεξιόν με όρια αρκετά ρευστά ανάμεσα στο women’s και το men’s fashion. Ο όρος unisex στη μόδα εξελίσσεται σε genderless. Στο Selfridges του Λονδίνου δε, άνοιξε ένα agender store· στο πρωτοποριακό αρχιτεκτονικά, όπως χαρακτηρίστηκε, χώρο του δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός γυναικείων/ανδρικών ειδών, ρούχα, αξεσουάρ, καλλυντικά, δεν υποδηλώνουν φύλο.
Την ώρα λοιπόν, που η δυτική σύγχρονη κοινωνία ανακάλυψε ότι το φύλο δεν είναι μόνο δυαδικό/διγενές (binary), δηλαδή αρσενικό και θηλυκό, αλλά είναι και άλλα και την ώρα που στις περισσότερες ταινίες και σειρές κάποιος πρωταγωνιστής ή έστω δευτεραγωνιστής ανήκει στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, η Ελλάδα ανακάλυψε την συνεπιμέλεια…· ο νόμος που συγκέντρωσε τα περισσότερα σχόλια σε δημόσια διαβούλευση, από όλα τα τελευταία νομοσχέδια μαζί, είναι πλέον νόμος του Κράτους. Επιβάλει την «εξίσου» γονική μέριμνα και ορίζει τον ελάχιστο χρόνο που ο πατέρας μπορεί να βλέπει το παιδί του στο 1/3. Οι μπαμπάδες πανηγυρίζουν και οι μαμάδες αντιτίθενται.
Το σκηνικό στη Βουλή αναμενόμενο, με τις πολιτικές παρατάξεις να οχυρώνονται πίσω από διαφορετική επιχειρηματολογία και «ενδεχόμενη» πολιτική σκοπιμότητα. Οι κ. Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη της κυβερνητικής πλειοψηφίας επέμειναν μέχρι τέλους στις διαφωνίες τους επί των επίμαχων διατάξεων. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, προηγουμένως είχε πει στον «Θέμα 104,6» ότι οι ενστάσεις που εξέφρασαν Γιαννάκου και Κεφαλογιάννη στο νομοσχέδιο «προέρχονται από προσωπικά βιώματα» και ξεκαθάρισε ότι «η νομοθέτηση δεν γίνεται με προσωπικά βιώματα και πρέπει να το καταλάβουνε»…
Όπως ακριβώς είχε γίνει το 2015 με το σύμφωνο συμβίωσης για τους γκέι και τη δυνατότητα αναδοχής τέκνων σε ομοφυλόφιλα ζευγάρια το 2018. Ή μήπως όχι;
Το εν λόγω νομοσχέδιο προκάλεσε και θα προκαλέσει και σε πρακτικό επίπεδο τεράστια κοινωνική ένταση γιατί αγγίξει τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας και όχι μιας μόνο κοινωνικής μερίδας.
Πώς μετριέται το ⅓ του χρόνου ενός παιδιού; Πώς μπορεί να κατανεμηθεί «εξ ίσου» η ζωή του; Πώς ζητάμε από τον δικαστή να υπολογίσει και να εφαρμόσει τα όρια; Τι θα γίνει με τα παιδιά θύματα κακοποιητικού γονέα που μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση κακοποίησης στον Άρειο Πάγο θα πρέπει να περνούν υποχρεωτικά το 1/3 της ζωής του μαζί του και υπό του πλήρους ελέγχου του; Τι θα γίνει με τους μπαμπάδες που θα διεκδικούν την καταβολή χαμηλότερης διατροφής λόγω της αύξησης του χρόνου επικοινωνίας; Τι θα γίνει όταν γονείς οι οποίοι «σκοτώνονται» μεταξύ τους θα πρέπει να συναποφασίσουν αν το παιδί θα πάρει Depon αντί για Algofren; Για το που και με ποιους θα κάνει γενέθλια;
Αυτές είναι κάποιες από τις απορίες και τους προβληματισμούς που συνόδεψαν την ομολογουμένως την καθυστερημένη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου, που ισχύει σχεδόν χωρίς αλλαγές από το 1982.
Κανείς δεν αμφισβητεί την ανάγκη του εκσυγχρονισμού και την κατάλληλη προσαρμογή του νόμου στις σύγχρονες κοινωνίες και στα νέα οικογενειακά ήθη. Οι περισσότεροι μπαμπάδες εμπλέκονται πλέον ενεργά στην ανατροφή των παιδιών τους και έχει σχεδόν εκλείψει το πρότυπο του κουβαλητή – caveman. Οι περισσότερες μαμάδες είναι ιδιαιτέρως ενεργές επαγγελματικά. Περισσότερα διαζύγια λύνονται συναινετικά και αρκετοί γονείς διατηρούν καλές σχέσεις έκτοτε.
Πολλοί γάμοι δεν πήγαν καλά. Πολλοί δεν έπρεπε καν λάβουν καν χώρα εξαρχής. Πολλά παιδιά γεννήθηκαν για να σώσουν γάμους.
Στην πλειοψηφία όμως των ελληνικών διαζυγίων εξακολουθεί να επικρατεί το μίσος, τα απωθημένα, η εκδίκηση, οι άλυτες οικονομικές διαφορές. Και σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά εργαλειοποιούνται. Οι μπαμπάδες διεκδικούν επιμέλειες για να «τελειώσουν» ψυχολογικά τη μαμά, της ανατρέπουν το συμφωνημένο πρόγραμμα, κάνουν χατίρια που κακομαθαίνουν… και οι μαμάδες δεν αφήνουν τα παιδιά να δουν τον μπαμπά ή τα πατρονάρουν να μην θέλουν τον μπαμπά. Το αν και πόσο θα βλέπει κάποιος τα παιδιά μπαίνει πολύ συχνά στην ίδια πρόταση με τα χρήματα.
Σαφώς και πρέπει να επιμεληθεί η Πολιτεία και ο Νόμος των εξελίξεων και των καταστάσεων. Άλλωστε, η νομοθεσία είναι θεωρητικά αυτή η απίστευτα γοητευτική συνιστώσα πολλών επιμέρους επιστημών που κοινωνιολογικά αντικατοπτρίζει το μέσο όρο. Αυτόν τον «μέσο συνετό» άνθρωπο κάθε διάταξης για να επιληφθεί των εξαιρέσεων.
Όχι, δεν μπορεί ο Νομοθέτης να προβλέψει το παραμικρό σύμπλεγμα του κάθε αντιδίκου. Μπορεί όμως και πρέπει να αντιληφθεί την κοινωνική ωριμότητα.
Και η ελληνική κοινωνία δεν έχει ωριμάσει. Η κουλτούρα των γάμων και των διαζυγίων δεν αντέχει συνεπιμέλειες του ενός τρίτου. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη να διανύσουμε για να υπάρξει πραγματική θέληση μεταξύ των γονέων που χώρισαν να παραμείνουν συνεργάσιμοι στην ανατροφή των παιδιών τους.
Ίσως γιατί δεν υπήρξαν ποτέ συνεργάσιμοι και μέσα στο γάμο. Άλλωστε χωρίζεις όπως έζησες. Κατά το «τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται»… Στις «απρόοπτες» εξελίξεις, γιατί φαντάζομαι κανείς δεν παντρεύεται και κάνει παιδιά για να χωρίσει, όλα μεγεθύνονται. Και τα καλά και τα κακά. Αυτό που μένει όμως μετά είναι αυτό που πάντα υπήρχε. Και με αυτά τα ποιοτικά στοιχεία θα αυτορυθμιστεί η κατάσταση στην πορεία, όταν τελειώσουν οι εχθροπραξίες στα δικαστήρια. Γιατί η συνεπιμέλεια δεν είναι κάτι που ανακαλύπτουμε μετά το διαζύγιο· στην πραγματικότητα οι έννοιες της συνεπιμέλειας, του «εξίσου» και του ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας ξεκινούν μέσα στο γάμο.
Και όσο μια κοινωνία δεν είναι ώριμη να αυτοδιαχειριστεί το δικαίωμα του ενός χωρίς να χρειάζεται να το μετατρέψει σε νομική υποχρέωση κάποιου άλλου, κανένα νομοσχέδιο δεν θα μπορέσει να αλλάξει την κουλτούρα και να ισορροπήσει την πραγματικότητα.
Και κάπως έτσι το νομοσχέδιο για την συνεπιμέλεια και το δικαίωμα των μπαμπάδων να παίζουν ουσιαστικό ρόλο στη ζωή των παιδιών μετά το διαζύγιο θα καταλήξει να είναι αντίστοιχο του νομοσχεδίου της αναγκαστικής γυναικείας ποσόστωσης στα ψηφοδέλτια των κομμάτων, που παρεμπιπτόντως είναι πλέον ίσο με το 40% του συνολικού αριθμού των υποψηφίων τους… Οι γυναίκες μετά από έναν αιώνα και αγώνων «χρειάζονται» ακόμη νόμους για να συμμετάσχουν στα κοινά…
Αυτό το 40% των γυναικών στις εκλογές, είναι ακριβώς το ίδιο με το 1/3 του χρόνου επικοινωνίας των μπαμπάδων και προς παρόν ως κοινωνία εξακολουθούμε να κάνουμε μια τρύπα στο νερό…
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις