Εύη Μποτσαροπούλου
La belle indifference…
“La belle indifference”… πρώτη φορά έμαθα την έννοια προ δεκαετίας και βάλε, κατά τη διάρκεια της πιο surreal φάσης της ζωής μου, ως υποέννοια και σύμπτωμα της διαταραχής μετατροπής. Τί είναι λοιπόν; Η παράδοξη απουσία ψυχολογικής δυσφορίας παρά το γεγονός ότι κάποιος έχει σοβαρή ιατρική ασθένεια ή συμπτώματα που σχετίζονται με μια κατάσταση υγείας.
Τι είναι η διαταραχή μετατροπής τώρα; Η ψυχιατρική συνθήκη όπου ένα άτομο βρισκόμενο μπροστά σε ένα μεγάλο υπαρξιακό ή και άλλο πρόβλημα ή δίλημμα, από την αδυναμία του να το αντιμετωπίσει, παρουσιάζει ή καλύτερα «υποδύεται» ακουσίως και πλήρως ασυνειδήτως συμπτώματα μια ασθένειας προκειμένου να στρέψει την προσοχή του σε ένα νέο πρόβλημα από αυτό που δεν μπορεί να επιλύσει.
Ομολογώ ότι η ιδέα του να υποφέρεις και να μην υποφέρεις, να έχεις θέμα και ταυτοχρόνως αυτή την «ωραία» αδιαφορία, να είσαι «άρρωστος» και παράλληλα να έχεις παράπλευρο όφελος, με συγκλόνισε τότε. Και τότε και τώρα. Πάντα θεωρούσα ότι δεν γίνεται, πρέπει να υπάρχει ένα σημείο προσωπικής συνειδητής επιλογής και κυρίως ευθύνης. Πως αλλιώς να το δει ένας άνθρωπος άλλωστε που έχει πάθος με τον έλεγχο και τον χάνει τελείως…
Οι άνθρωποι πλέον σπανίως εμφανίζουν διαταραχές μετατροπής, στο up τους ήταν το 18ο αιώνα και αρχές του 19ου, τότε που ο Φρόυντ μίλησε για υποσυνείδητο και ασυνείδητο, το εγώ και το υπερεγώ… και εφηύρε την ψυχανάλυση.
Οι κοινωνίες όμως; Οι πολιτικοί;
Αν το σκεφτεί κανείς το φαινόμενο της «La belle indifference» με τη διασταλτική έννοια του όρου, κάνοντας μια κοινωνική αναγωγή και στη θέση του ασυνειδήτου του ασθενούς τοποθετήσει τους πολιτικούς, που άλλωστε έχουν κατηγορηθεί πολλάκις ότι χειραγωγούν την κοινή γνώμη και κάνουν πλύση εγκεφάλου επηρεάζοντας το υποσυνείδητο, μπορεί να φτάσει στο νοητικό άλμα της διαχρονικά επιβεβαιωμένης τακτικής της ρωμαϊκής περιόδου του panem et circenses, ελληνιστί «άρτον και θεάματα». Ο μηχανισμός άλλωστε του ελέγχου του υποσυνειδήτου άλλων θα μπορούσε να θεωρεί η βάση σε όλα τα πολιτικά συστήματα, στις αγορές, στη διαφήμιση και το μάρκετινγκ.
Και ο μονίμως άμοιρος ευθυνών λαός τι κάνει;
Αντί να εστιάζει στα προβλήματα που έχει, επιλέγει κάτι άλλο πιο ευχάριστο ή συγκριτικά πιο «ανώδυνο» με την έννοια της ευκολίας διαχείρισης να ασχοληθεί και να πωρωθεί και συχνά δεν χρειάζεται πολιτικούς και συστήματα να τον κατευθύνουν. Άλλωστε, είναι τόσο ανάλαφρο να πουλάς τρέλα, διαφορετικότητα και ελιτισμό…
Στην Ελλάδα για παράδειγμα της μετά οικονομικής δεκαετούς κρίσης και κατά τη διάρκεια της υγειονομικής, ανακαλύψαμε το political correct και το ακτιβισμό. Δεν το ανακαλύψαμε μόνοι μας βέβαια, δεν πρόκειται περί ελληνικής παρθενογένεσης, είχε προ 5ετίας τουλάχιστον ξεκινήσει σε Αμερική και Ευρώπη. Ασχολούμαστε με τη θέση της γυναίκας, την πατριαρχία, τη γυναικοκτονία, τις μειονότητες, τις σεξουαλικές ταυτότητες, τις παρενοχλητικές συμπεριφορές και τρέμουμε μην κάνουμε κάποιου είδους ρατσιστικό ή σεξιστικό σχόλιο. Λες και όλα αυτά τα ανακαλύψαμε σήμερα, δεν υπήρχαν πριν στις κοινωνίες… Θα μου πεις, ε, δεν πρέπει κάποτε να αλλάξουν όλα αυτά;
Να διευκρινίσω ότι, σαφώς και είμαι υπέρ των κοινωνικών κινημάτων, σαφώς και επιθυμώ την ισότητα σε φύλα, ράτσες, κοινωνικές και πολιτικές ομάδες, σαφώς επιθυμώ ένα καλύτερο κόσμο.
Αυτή η φρεναπάτη της εμμονής και της υπερβολής όμως αρχίζει να μου είναι απωθητική. Γιατί είναι επιφανειακή, χωρίς βάθος προσωπική παίδευση και κουλτούρα· χωρίς κόπο βρε παιδί μου και είναι μόδα και εμείς όλοι groupies.
Δεν μου αρέσει να πρέπει να νιώθω θύμα ως γυναίκα και ως πολίτης της πατριαρχίας και του καπιταλισμού γιατί αυτό είναι το political correct. Δεν πέρασα κακοποιητική παιδική, σχολική, επαγγελματική και συζυγική ζωή. Να απολογηθώ γιατί όλες τις επιμέρους δυσκολίες και άσχημες συμπεριφορές που υπέστην δεν τις βρίσκω κακοποιητικές όπως θα έπρεπε εκ των υστέρων, μου λένε, να τις δω; Από την άσχημη συμπεριφορά μέχρι την κακοποίηση, πως να το κάνουμε, υπάρχουν πολύ περισσότερες αποχρώσεις από τις πενήντα του γκρι. Δεν γίνεται να τα ισοπεδώνουμε όλα και να τους βάζουμε την ίδια ταμπέλα. Την ίδια λέξη. Για να υπάρχουν τόσες διαφορετικές λέξεις θα υπάρχουν, δεν γίνεται, και άλλες τόσες αντίστοιχες έννοιες.
Δεν έζησα την μεταπολίτευση και έχω αρκετά συμπλέγματα για να κουβαλήσω και το σύμπλεγμα της αριστεράς που δεν είναι καν της γενιάς μου. Βαρέθηκα να ανέχομαι τη γνώμη των διαφωνούντων άλλων, τους οποίους η πολιτεία και η κοινωνία πρέπει να περιθάλψει ως μειονεκτούντες.
Δεν μπορώ να συζητάω άλλο για το πως να πείσουμε τους αντιεμβολιαστές να εμβολιαστούν, το πόσο γελοίο, προσβλητικό ή αντιθέτως αποτελεσματικό είναι να δίνουμε 150 ευρώ στα πιτσιρίκια για να κάνουν το ρημάδι το εμβόλιο. Αν είναι θετικές και υψηλού επιπέδου στρατηγικές μάρκετινγκ και Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης να πριμοδοτούν οι επιχειρήσεις τους εργαζόμενους για τον ίδιο λόγο. Αν η εκκλησία και η διαδήλωση για το Πολυτεχνείο και το κάθε Πολυτεχνείο είναι το ίδιο και το αυτό. Αν τα lockdowns περιόρισαν τις συνταγματικές μας ελευθερίες και αν η εμβολιαστική καμπάνια κάνει το ίδιο και ροκανίζει τις βάσεις της ελεύθερης βούλησης. Για το αν η ελεύθερη βούληση με τον απίστευτα επιστημονικό, κομψό και παιδευμένο τρόπο που εκφράζεται πλέον στα social media είναι το πρόβλημα ή λύση.
Βαρέθηκα να μιλάμε για τα αυτονόητα, να μην κάνουμε τα αυτονόητα και να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε για τα αυτονόητα.
Βαρέθηκα να αδυνατούμε ως κοινωνία να εστιάσουμε στα ουσιαστικά προβλήματα, αυτά που καίνε, αυτά που διαιωνίζονται. Για να μην αναφερθώ στα προσωπικά προβλήματα, συμπλέγματα και απωθημένα του καθενός μας.
Βαρέθηκα αυτή την belle indifference… Τη βίωσα στην ουσιαστική ιατρική της εκδοχή και πιστέψε με δεν ήταν καθόλου… “bell”!
Εύη Μποτσαροπούλου
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις