Εύη Μποτσαροπούλου
Πες το με ένα τραγουδάκι
Της Εύης Μποτσαροπούλου
Αυτό που ακολουθεί θα μπορούσε να θεωρηθεί παράδειγμα ελευθέρου συνειρμού, αυτού που όταν στο ζητάνε στις ψυχοθεραπείες δεν καταλαβαίνεις αρχικά τι είναι και εν συνεχεία κολλάς και το μυαλό σου γεμίζει με κενό. Ας πούμε, για να συνεννοηθούμε περαιτέρω, ότι είναι όλο αυτό το σημαντικό που κρύβεται όταν το μυαλό σου πάει από μια σκέψη σε άλλη, από μια ανάμνηση σε άλλη, και οι ψυχαναλυτές τρελαίνονται να καταλάβεις για πιο λόγο συνέβη αυτό…
Λοιπόν, είναι πρωί μέρες πριν, διαβάζω ένα άρθρο της Πέπης Ραγκούση για το «μπόλι», τους αντιεμβολιαστές και το facebook, και μετά ακούω το podcast του Άρη Δημοκίδη στη Lifo για το θρυλικό πάρτι του ΄83 στη Βουλιαγμένη στο οποίο μιλάει και η Ραγκούση. Είναι το περίφημο πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Εκτός του ότι ακούω πράγματα που δεν ήξερα μέχρι τώρα για το πως οργανώθηκε και τις πυγολαμπίδες που ποτέ δεν πέταξαν, με πιάνει αυτή η γνωστή μελαγχολία για την εποχή που δεν έζησα και θυμάμαι ένα βράδυ με το παιδί μικρό να έχει μόλις κοιμηθεί και να καθόμαστε με το μπαμπά του στην κουζίνα, καπνίζοντας κάτω από τον απορροφητήρα, πίνοντας ουίσκι και βλέποντας στο You Tube το πάρτι στη Βουλιαγμένη. Επόμενο πλάνο, το παιδί μωρό μωρό στο πάρκο του, να ακούμε δεύτερο πρόγραμμα – γιατί πως αλλιώς θα μάθαινε το παιδί ότι υπήρξε ο Χατζιδάκις;… – εγώ να σιδερώνω τα ρούχα του και η κρατική ραδιοφωνία να μου κάνει πλάκα βάζοντας συνεχόμενα το «Αχ Ρίτα» και το «Μια μέρα της Μαίρης» (της Παναγιωταρά). Σταματώ να σιδερώνω, κοιτάζω το μωρό, και για πρώτη φορά βιώνω υπαρξιακή σύγκρουση ως γυναίκα… ως εργαζόμενη μητέρα και καλή νοικοκυρά, που έγινε μαντάμ ενώ κάποτε μιλούσε για πολλά και τα λοιπά και λοιπά… Και εκεί, όρθια, αποσβολωμένη με το σίδερο στον αέρα, θυμάμαι τη σκηνή από την ταινία «Τζένη Τζένη» με την Καρέζη θεά να κατεβαίνει τις σκάλες, να μιλάει για πολιτική, οικονομία, φιλοσοφία, μόδα και… κουμκάν και να τους αφήνει όλους άφωνους. «Σας εντυπωσίασε;» «Μας εξαφάνισε!». Τι έγινε αναρωτιέμαι… εγώ ή Τζένη ήθελα να είμαι όχι η Ρίτα και η Μαίρη…
Ο Κηλαηδόνης, σκέφτομαι, ίσως υπήρξε ένας καθοριστικός εκπρόσωπος της ποπ ελληνικής κουλτούρας, με την έννοια του όρου popular culture ή pop culture, δηλ. της δημοφιλής κουλτούρας που ναι μεν χρονολογείται από τις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά άνθισε έντονα στην Αγγλία κατά τη δεκαετία του 1960 με την εμφάνιση των πολιτισμικών σπουδών, τον κοινωνιολόγο Stuart Hall και τη δημιουργία του Κέντρου Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρμινχαμ. Τότε «φωτίστηκε» η σχέση της υψηλής και λαϊκής κουλτούρας που από μαζική μετονομάστηκε σε popular.
Στις μέρες μας, αποβάλλοντας σε σημαντικό βαθμό το αρνητικό ποιοτικό πρόσημο, η ποπ κουλτούρα έφτασε να σημαίνει γενικότερα το σύνολο των πιστεύω και αντικειμένων που επικρατεί μία συγκεκριμένη στιγμή, ή και διαχρονικά, και που επηρεάζει έντονα την κοινωνία καθώς αναγνωρίζεται από μία μεγάλη μερίδα ατόμων. Πρόκειται για ένα θεμελιωδώς νέο τρόπο για να κατανοούμε και να κρίνουμε ό,τι βλέπουμε γύρω μας. Δεν είναι μόνο ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, η μουσική και άλλα αντίστοιχα πολιτισμικά προϊόντα, αλλά και οι συμπεριφορές που αλληλεξαρτώνται με αυτά. Ο τρόπος που θα σχολιαστεί και θα χρησιμοποιηθεί σε άλλα πεδία η βασική ιδέα μιας τηλεοπτικής σειράς ή ενός τραγουδιού για παράδειγμα ανήκει στην ποπ κουλτούρα εξίσου με την ίδια την σειρά και το τραγούδι.
Γράφοντας, συνειδητοποιώ ότι δύσκολα θα αποβάλω τη συντακτική δομή των δικογράφων που πρώτα παραθέτει το θεωρητικό πλαίσιο και εν συνεχεία αναγάγει τα πραγματικά περιστατικά σε αυτό για να τεκμηριώσει το συμπέρασμα, αλλά έστω…
Στην εποχή της ελληνικής μεταπολίτευσης λοιπόν, καλλιτέχνες, όπως ο Κηλαηδόνης, εμφανίζονται για να περιγράψουν(;), καταγράψουν(;), επηρεάσουν(;), την ελληνική κοινωνία και εν προκειμένω το ρόλο της γυναίκας. Από το 1982 και 1983 που γράφτηκε η «Ρίτα» και η «Μαίρη» αν το σκεφτείς δεν έχουν αλλάξει και πολλά ή έστω τόσο πολλά για τις γυναίκες στην Ελλάδα…
Άλλαξαν όμως οι εκπρόσωποι της μουσικής ποπ ελληνικής κουλτούρας… τώρα έχουμε και μεις εκπροσώπους του τραπ που αντιγράφουν το στιλ, εξυμνούν το σεξισμό, τη ναρκοκουλτούρα, τον υλισμό στη νεοελληνική πραγματικότητα, παίζονται σε ραδιόφωνα και clubs και τραγουδιούνται με πάθος από πιτσιρίκια. Ομολογώ, ότι δεν έχω και πολλές ειδικές γνώσεις επί της συγκεκριμένης μουσικής σκηνής, αλλά μόλις μου ήρθε στο μυαλό – κατά τη διαδικασία του ελεύθερου συνειρμού με την οποία ξεκινήσαμε, μάλλον, – το «θεϊκό» τραγούδι του Χρήστου Δάντη «Καριόλα σε μισώ, να το ξέρεις, σου αξίζει μόνο αυτό, να υποφέρεις»· το άκουσα άναυδη για πρώτη φορά έξω, Κυριακή απόγευμα, τότε προ πανδημίας, που στην Παπακυριαζή γινόταν πάρτι…
Αν με ρωτάς, προτιμώ τη μελαγχολία της Ρίτας και της κάθε Ρίτας, της Μαίρης που δεν είναι «τίποτα το σπέσιαλ, το καταπληκτικό, είναι αυτό που λέμε δείγμα τυπικό». Προτιμώ να συνειδητοποιώ ότι η Τζένη δεν είναι παρά μυθοπλασία, κατάλοιπο μιας παιδικής ηλικίας και της ποπ κουλτούρας που τότε τη συνόδευε, μια μεταφεμινιστική «πριγκίπισσα» για τα κοριτσάκια που και αυτή ένα Μπάρκουλη θέλει για να αυτοπροσδιοριστεί…
Και με φοβίζει η «καριόλα» που μισεί ο καθένας που της αξίζει να υποφέρει και αν η «φάση χαλάσει» την πετάει και από τα βράχια στις διακοπές.
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις