Εύη Μποτσαροπούλου
“Es muss sein.”, “Muss es sein?”…
Της Εύης Μποτσαροπούλου
«Ο Κολοκοτρώνης και ο Μαυροκορδάτος αντιπαλαίουν, δια να φθαρούν και οι δύο. Του πρώτου την σκέψιν κατέχει εξ ολοκλήρου η ανάγκη να εκμηδενισθή ο δεύτερος και ο Φαναριώτης πολιτικός μηχανεύεται ό,τι ημπορεί δια να εξουδετερώση πάσαν επιρροή και πάσαν χρησιμότητα του στρατηγού. Και τόσον περισπώνται εκ τούτου αμφότεροι, ώστε να ζημιούται ο κατά του εχθρού αγών» γράφει στον τόμο 3 της «Ελληνικής Επανάστασης» ο Διονύσιος Κόκκινος περιγράφοντας τα γεγονότα του Α΄ ελληνικού εμφυλίου για να καταλήξει λίγο παρακάτω… «Είναι το θλιβερόν φαινόμενον εκείνης της περιόδου. Οι άνδρες που είχαν αρχίσει τον αγώνα δι΄ αυτοθυσιών είχαν φθάσει κατά τας αντιζηλίας των εις το σημείον να μην ημπορούν να κρίνουν εαυτούς. Εκ τούτου ηπειλήθη η πτώσις. Είχε χαθή το αίσθημα της πραγματικότητος, η οποία δεν ήτο άλλη παρά ο εκ του εχθρού κίνδυνος της επαναστάσεως, επιβάλλων την διαπάσης δυνάμεως συνέχισης της αμύνης. Αν επίστευε κανείς εις τας περί αλλήλων κρίσεις που πλημμύριζουν τα διαμειφθέντα κατά την περίοδον εκείνην του κακού επαναστατικού πυρετού έγγραφα, θα συνεπέραινε ότι επρόκειτο περί εσμού ανθρώπων, που δεν είχαν καμμίαν σχέσιν με τον υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίως αγώνα. Αλλά τον αγώνα τον έκαμαν αυτοί, όλοι εκείνοι οι αμοιβαίοι κατήγοροι και κατηγορούμενοι».
Ας αφήσουμε τους συνειρμούς με το επετειακό έτος για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και το κατά πόσο «φωτίστηκαν» αυτές οι διαστάσεις του αγώνα στις εορταστικές δράσεις, ας μην μπούμε στη διαδικασία να αναλύσουμε το πως ο πρώτος ελληνικός εμφύλιος ξέσπασε εν ριπή οφθαλμού πριν προλάβει ακόμη να «καθίσει η σκόνη» της επανάστασης του ΄21, ας μην προβληματιστούμε κατά πόσο ελληνικό είναι αυτό το στοιχείο ή απλά παναθρώπινο ή καλύτερα απλά ανθρώπινο και ας βάλουμε μόνο στη θέση του Κολοκοτρώνη και του Μαυροκορδάτου τον Μητσοτάκη και τον Τσίπρα για παράδειγμα… τον Άδωνι και τον Φίλη, τον Πλεύρη και τον Πολάκη…, τον ταβερνομάχο στο Καστράκι Τρικάλων και τον Βασιλακόπουλο… ατελείωτες οι επιλογές αντιμαχόμενων δίπολων, αμοιβαίων κατηγόρων και κατηγορούμενων.
Θα μου πεις πόσο εύκολο είναι να σκεφτείς στην θέση του Κολοκτρώνη τον Φίλη, που βλέπεις τις εθνικές επαναστάσεις ως αγώνες κατά του σεξισμού, ή όποιον από τους παραπάνω; Πόσο εύκολο να συγκρίνεις το «ειδικό βάρος» μεταξύ των εν λόγω Ελλήνων ανδρών του παρελθόντος και του παρόντος; Πως να φανταστείς τον Πλεύρη, για παράδειγμα, μετά την χθεσινή του εμφάνιση για την ανακοίνωση των μέτρων που ήταν σε κατάσταση πανικού και έτρεμε σαν το ψάρι, σαν έναν πρωτοκλασάτο αγωνιστή του 1821; Ας το δούμε όμως ως άλμα λογικής μόνο και μόνο για την υπόθεση εργασίας που εξετάζουμε…
Το συμπέρασμα είναι ότι βιώνουμε εξίσου θλιβερά φαινόμενα και σήμερα. Έχουμε χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, η οποία δεν είναι άλλη από τον κίνδυνο της πανδημίας, παραφράζοντας τον Κόκκινο.
Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι απλά θλιβερό, είναι παράλογο μετά από ενάμιση χρόνο πανδημίας να έχουμε 6.700 κρούσματα ημερησίως και ο Τσίπρας να ζητά ολιγομελή επιστημονική επιτροπή με πρόσωπα κοινής αποδοχής για να σχεδιάσει και να προτείνει μέτρα που όλοι θα αποδεχθούμε μέσα από το λογαριασμό του στο social media μάλιστα! Τώρα το θυμήθηκε; Άρα μέχρι σήμερα δεν είδε ποτέ τα υγειονομικά μέτρα ως κοινής αποδοχής και έκανε αντιπολίτευση;
Είναι παράλογο με 6.700 κρούσματα ημερησίως να θεωρούνται από την Κυβέρνηση ως χώροι πρώτης ανάγκης μαζί με τα σούπερ μάρκετ και τα φαρμακεία οι χώροι λατρείας.
Είναι παράλογο ο Άδωνις να παίζει με τις λέξεις και να δηλώνει πως «δεν είναι δυνατόν να εξισώνεται η θρησκεία και η πίστη με κάποιον πολίτη που θέλει να πάει σε εμπορικό κατάστημα η σε κομμωτήριο». Δηλαδή η εφορία, η τράπεζα και τα δικαστήρια είναι το ίδιο με το κομμωτήριο; Δεν είπαμε να ζητάς από τη χήρα πιστοποιητικό εμβολιασμού την ώρα που κηδεύει τον άντρα της, αλλά δεν μπορεί να ασκηθεί η θρησκευτική λατρεία με rapid test; Είναι περιορισμός του θρησκευτικού μας δικαιώματος; Αλλά ποιος θα τα βάλει με την Εκκλησία, θα μου πεις…
Και όλο αυτό το παράλογο εντείνει την πόλωση μεταξύ των αντιμβολιαστών και των κράτους και πλέον μεταξύ των εμβολιασμένων και των αντιεμβολιαστών. Αυτό που ξεκίνησε σαν ένας ακόμη ελληνικός γραφικός «μικροεμφύλιος» αποκτά πλέον τα χαρακτηριστικά μιας κανονικής εμφύλιας διαμάχης, που διαμορφώνει την πολιτική για τη δημόσια υγεία. Το έθεσε εξαιρετικά ο Μιχάλης Τσιντσίνης στο άρθρο του στην «Καθημερινή»… «Η κοινότητα των πεπεισμένων δεν αισθάνεται πλέον ούτε καν οίκτο για τη μοίρα των αμετάπειστων. Η κοινότητα των αμετάπειστων τρέφει το αντισυστημικό της πείσμα από τον διδακτισμό των πεπεισμένων», επισημαίνοντας τον κίνδυνο αυτορρύθμισης της κατάστασης, καθώς η εθνική συναίνεση που δημιουργήθηκε τους πρώτους μήνες της πανδημίας έχει χαθεί, ας ελπίσουμε όχι ανεπιστρεπτί.
Η παγκόσμια ιστορία είναι γραμμένη με πισώπλατα μαχαιρώματα και μικρούς ή μεγάλους «εμφυλίους», με ζήλιες, μικροπολιτικές και λαϊκίστικες στρατηγικές, πάθος για εξουσία κάθε μορφής, έχθρα για την επιτυχία του άλλου ακόμη και αν αυτό σημαίνει την προσωπική αποτυχία των λοιπών αντιμαχόμενων πόσο μάλλον του δημόσιου συμφέροντος. Αν καταλάβουμε ότι αυτό που ζούμε είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνο γιατί δεν είναι μόνο ελληνική ιδιοτροπία και «κακομαθησιά», αλλά ότι πρόκειται για ένα εξ ορισμού στοιχείο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ενδεχομένως να ανασυνταχθούμε. Πολύ απλά γιατί δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να παραμένουμε «μουλαρωμένοι» στις θέσεις μας μπροστά στην νέα έξαρση της υγειονομικής κρίσης. “We can’t afford it” που λένε και οι Άγγλοι…
Με ξεπερνά αυτή η «ταπεινή» με το αρνητικό πρόσημο της έννοιας του όρου εκδοχή του εαυτού μας που δεν θέλουμε να παραδεχτούμε πως υπάρχει. Αυτή η «αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» του Κούντερα που μέχρι και… η Δήμητρα Λιάνη λάτρεψε στο παρελθόν. Ας την προσεγγίσουμε τουλάχιστον σαν τη Λιάνη, αν δεν μπορούμε να τη συλλάβουμε σε βάθος. Γιατί βαρύτητα και όχι ελαφρότητα υπάρχει στο “es muss sein”, το «πρέπει» από εξωγενείς λόγους και το «πρέπει» σαν ηθικό εσωτερικό παράγγελμα, με το δεύτερο να υπερισχύει σε ειδικό βάρος. Και το “es muss sein” των Ελλήνων σήμερα είναι να τηρήσουμε όλοι τα μέτρα και όσοι αμετάπειστοι να πάνε να κάνουν το «ρημάδι» το εμβόλιο.
Την Κυριακή το βράδυ είδαμε με το μικρό την γαλλική ταινία «Οδός Ανθρωπιάς 8». Ομολογώ ότι ήταν αρκετό σουρεαλιστικό να βλέπεις μια ταινία που μιλά για την πανδημία ενώ είσαι ακόμη μέσα στην πανδημία. Και όχι μόνο μέσα, αλλά στην έξαρση του 4ου κύματος με τα νέα κρούσματα να εκτοξεύονται καθημερινά με γεωμετρική πρόοδο. Είναι σαν να βλέπεις ένα ντοκιμαντέρ χωρίς την χρονική απόσταση που έχεις συνηθίσεις για την καταγραφή των γεγονότων. Μπορεί βέβαια, να παρακολουθείς τι γινόταν στο Παρίσι, ότι και στην Ελλάδα και στη Λάρισα δηλαδή, στο πρώτο lockdown με την πλήρη απαγόρευση κυκλοφορίας – τότε που απολυμαίναμε τα πράγματα από σούπερ μάρκετ – και να σου φαντάζει μακρινό, αλλά αυτή η απόσταση που νιώθεις επειδή απλά έχεις συνηθίσει να ζεις μέσα στην παρατεταμένη υγειονομική κρίση, κάνει όλο το θέμα ακόμη πιο σουρεαλιστικό και φυσικά πιο επικίνδυνο. Η ταινία διακωμωδεί τις αντιδράσεις και ζωές των ενοίκων ενός συγκροτήματος στο Παρίσι, σε κάνει να γελάς με τις ακρότητες. Στο τέλος όμως κάποιος πεθαίνει και ξαφνικά σταματάς να γελάς.
Χθες είδαμε, με το μικρό πάλι, μια άλλη ταινία με ένα απίστευτα ζημιάρικο σκυλί σε διάφορα αστεία στιγμιότυπα, που έκαναν το μικρό να ξεκαρδίζεται. Αλλά στο τέλος ο σκύλος πέθανε. Και το μικρό έκλαιγε με αναφιλητά ρωτώντας με συνέχεια «Μα γιατί το κάνουν αυτό; Γιατί οι σκηνοθέτες στις πιο αστείες ταινίες έχουν κάτι πολύ λυπητερό στο τέλος; Μα γιατί;»…
Έλα ντε;
Τι να του πεις;
Ότι έτσι είναι η ζωή; Ότι το happy end είναι passé; Ότι το “es muss sein” (το πρέπει) του κινηματογράφου είναι ο ρεαλισμός και η ανάδειξη της άσχημης πλευράς της ζωής; Ότι έτσι η τέχνη αποκτά ειδικό βάρος και χάνει την ελαφρότητά της; Ότι η πραγματική ζωή μπορεί να γίνει πολύ πιο τραγική από τις κινηματογραφικές ιστορίες αν δεν ξυπνήσουμε;
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις