Βασίλης Ραούλης
Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες;
Γράφηκαν και ειπώθηκαν, για άλλη μια φορά πολλά.
Ήταν πολλοί, αυτοί που ήθελαν να πούνε κάποια πράγματα για την περίφημη 3η του Σεπτέμβρη.
Τουλάχιστον όσοι θεωρούν πως σηματοδοτεί κάτι.
‘Η τουλάχιστον όσοι αντιλαμβάνονται τι σηματοδότησε.
Επειδή δεν μπόρεσα να βρω «τσικουδιά στους καφενέδες», που κλείσανε λόγω κρίσης, επειδή δεν φτάνουν τα χρήματα να «κεράσω τα παλικάρια» και επειδή νοιώθω πολλές φορές έξω από τα νερά μου, θα ήθελα να γράψω τούτο:
Είναι πολλοί οι «τιμητές» της. Είναι το εύκολο και το βολικό.
Είναι πολλοί, που με το βλέμμα στο παρελθόν προσπαθούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη τους κοιτώντας μόνο στο χθες. Εκεί που έγιναν πολλά αλλά δεν έγιναν και άλλα τόσα.
Είναι πολλοί που δεν γνώρισαν το χθες και προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα πάντα με τα δεδομένα του σήμερα. Ξεχνώντας ότι κάθε πορεία έχει αρχή, μέση και τέλος. Ξεχνώντας πως υπάρχει μια ιστορική διαδρομή που δεν μπορεί να απαξιωθεί, ούτε να προσαρμοστεί στη μετριότητα του σήμερα.
Είναι πολλοί αυτοί που προσαρμόζονται ανάλογα με τις συνθήκες και το προσωπικό συμφέρον! Αυτό δεν έλλειψε ποτέ και ούτε θα λείψει. Είναι οι οπαδοί του «όσα παίρνει ο άνεμος», αυτοί που αλλάζουν απόψεις, πιστεύω και χρώμα σαν τους χαμαιλέοντες.
Είναι ακόμα περισσότεροι που σιωπούν, που αδυνατούν να ερμηνεύσουν τα όσα γίνονται, που δεν μπορούν να πιστέψουν πως αυτά που συμβαίνουν είναι αληθινά. Θα ήθελαν να είναι ένας εφιάλτης που κάποια στιγμή θα τελειώσει…
Φοβάμαι πως το πρόβλημα για όλους είναι πως επιλέγουμε να κοιτάμε είτε στο παρελθόν είτε στο παρόν. Όχι στο μέλλον!
Γιατί αυτό πια είναι το ζητούμενο: Το χθες τελείωσε και ανέλαβε το ρόλο της η ιστορία.
Το σήμερα το ζούμε και δεν το ανεχόμαστε. Το αύριο όμως;
Ποιος θα μιλήσει και τι θα πει για μια χώρα πλήρως εξαρτώμενη, αδύναμη να αποφασίσει μόνη της για τα στοιχειώδη. Μια χώρα υπό επιτήρηση, με υποθηκευμένη τη δημόσια της περιουσία;
Ποιος θα μιλήσει και τι θα πει για μια κοινωνία στα όρια της εξαθλίωσης και του φόβου, που αντικρίζει με τρόμο τον ερχόμενο χειμώνα, που αδυνατεί να δώσει ακόμη και αυτόν τον αγώνα της επιβίωσης, που δεν μπορεί να σταθεί με αξιοπρέπεια, που βυθίζεται στην απογοήτευση, που φέρνει οργή;
Ποιος θα μιλήσει και τι θα πει για τη γενιά που δεν πρόκειται να δουλέψει, για τους ανθρώπους που αποτελούν απλά νούμερα στους υπολογισμούς στενοκέφαλων γραφειοκρατών και «φελλών» που διορίστηκαν με αρμοδιότητα να ορίσουν την τύχη τους, για αυτούς που είτε στα 20 τους, είτε στα 30 τους είτε και στα 50 τους αποφασίζουν να αναζητήσουν την τύχη τους εκτός των συνόρων;
Ποιος θα μιλήσει και τι θα πει ;
Τότε, στις 3 Σεπτέμβρη του 1974, μίλησε ο Ανδρέας στην καρδιά και την ψυχή χιλιάδων ανθρώπων και σηματοδότησε με τη διακήρυξη του το δρόμο της ελπίδας, το δρόμο μιας διαφορετικής Ελλάδας και μιας διαφορετικής κοινωνίας.
Σήμερα μπορεί να μιλούν πολλοί, μπορεί να λένε ακόμα περισσότερα αλλά δεν ακούγονται στην κοινωνία, στο λαό, στους ανθρώπους που βιώνουν τα αποτελέσματα μιας κρίσης, που οι ίδιοι (οι ομιλούντες), απέτυχαν να διαχειριστούν!
Ελπίδα και όραμα, λόγο να πιστέψουμε σε κάτι αληθινό θέλουμε.
Λόγους για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε σαν άνθρωποι θέλουμε.
Προοπτική και σχέδιο για τη χώρα που αγαπάμε θέλουμε.
Μια νέα 3η του Σεπτέμβρη χρειαζόμαστε…
Βασίλης Ραούλης
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις