Θωμάς Ρετσιάνης
Νιρό, αλεύρι, λάδι και αλάτ΄
Tου Θωμά Ρετσιάνη
«Νιρό, αλεύρι, λάδι και αλάτ’» και ζυμώνει αδιαμαρτύρητα όλα τα συστατικά του βίου της, κάνοντας μια «τρύπα στη ζύμη, βαθιά σα μνήμα», όπου εγκλωβίζεται η πίκρα μιας ζωής και δίνει αυτή τη γεύση στην πίτα που όμοια της δεν υπάρχει. Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα δεν αφηγούνται ξένες ιστορίες, δεν μας λένε τη δική τους ιστορία, ενσαρκώνουν μία βαθιά ριζωμένη στον τόπο και τους καιρούς, αλλά και ρέουσα, ζωντανή παράδοση και συγκροτούν ένα οργανικό σύνολο αρμονικά συνταιριασμένων σωμάτων, φωνών και σκιών που συναντά και συνδιαλέγεται με τη φύση και τα πράγματα, με τα βότανα και τα ταψιά, με τη μουσική που δεν ξεχωρίζεις αν είναι ήχος του νερού ή του πουλιού ή οργάνου ή ακόμα του γεμάτου φεγγαριού. Ένα οργανικό σύνολο σαν «μια ‘λιά που από τη ρίζα της βγήκε ένα μνημείο με χρυσές περικεφαλαίες». Αν και συνήθως χώμα απομένει στα χέρια των γυναικών που σκάβουν, χώμα αγέραστο στα χέρια των γυναικών που γέρασαν κρατώντας το.
Η παράσταση ξεκινάει με μία ιστορία μεταμόρφωσης. Η οβιδιακή Μήδεια ασκώντας την μαγική τέχνη μετατοπίζεται εντός της στο απόκοσμο και γίνεται μάγισσα. Η ίδια ,που δεν είναι ίδια, Μήδεια σε άλλο έργο του Οβίδιου γράφει ερωτική επιστολή στον Ιάσονα και συναπαρτίζει με άλλες γυναικείες μορφές τις Ηρωίδες, τις γυναίκες συζύγους και μητέρες, τις γυναίκες του εσωτερικού κόσμου, του οίκου, τις γυναίκες που περιμένουν.
Οι γριές που μαζεύουν τις τσουκνίδες είναι αυτές οι Ηρωίδες που περιμένουν στο σπίτι, που ζυμώνουν, που μαζεύουν βοτάνια και μαγικά φυτά, που ρίχνουν τον καθρέφτη στο πηγάδι, που τραβάνε το φεγγάρι στο χώμα, που ψιθυρίζουν λόγια μυστικά και φωνάζουν μόνο όταν θρηνούν. Είναι αυτές που όταν βρίσκουν χρυσές περικεφαλαίες στη ρίζα της ‘λιάς τη δίνουν στον άντρα και αυτές μένουν με τη σκόνη. Είναι αυτές που «πρώτα γκαστρώνονται από τον λόγο» , τον πατριαρχικό λόγο, «και μετά από την πράξη».
Η παράσταση τελειώνει επίσης με μία μεταμόρφωση. Οι γριές πρώτα λύνουν τα μαλλιά και ελευθερώνουν τ’ άσπρο χρώμα που αρχίζει να απειλεί τα ρούχα. Μετά πετούν και τα μαύρα. Μένουν με τ’ άσπρα ρούχα, τα εντός, του οίκου. Ύστερα πετούν τις μάσκες και όλα μαζί τέλος, ρούχα, μαλλιά, μάσκες, ταψιά, βέρες χρυσές και φόβος είναι αφημένα στη σκηνή. Ανίσχυρα και βουβά.
Όρθιοι και χαμογελαστοί είναι τώρα στη σκηνή οι εγγονοί που γνωρίζουν καλά τα άσπρα ρούχα της γιαγιάς, τα λυτά της μαλλιά το βράδυ πριν τον ύπνο, τα νανουρίσματα και τα τραγούδια, τα καθαρά χέρια που χαϊδεύουν απαλά, τη νοστιμιά της αγάπης και της φροντίδας στο φαγητό και τα λόγια. Οι εγγονοί που για αυτούς η γιαγιά είναι η χρυσή περικεφαλαία στη ρίζα της ‘λιάς.
«Το ‘γραψες;». H αγωνία των γριών που μαζεύουν την τσουκνίδα να διασωθεί η μορφή τους και ο καημός τους βρίσκει τελικά απάντηση στην τελευταία αυτή μεταμόρφωση. Και βρίσκει και ελπίδα.
Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας κάνει σπουδαία δουλειά στην επιλογή και δραματουργική επεξεργασία των κειμένων και των μαρτυριών και καθοδηγώντας τους εξαιρετικούς ηθοποιούς Μανούσο Γεωργόπουλο, Γιώργο – Πλάτωνα Περλέρο και Γιάννη Σανιδά μας παραδίδει μία παράσταση σταθμό στην ιστορία του Θεσσαλικού Θέατρου . Συγχαρητήρια και σε όλους τους υπόλοιπους συντελεστές οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στην επιτυχία του έργου.
Και φυσικά συγχαρητήρια αξίζουν στην καλλιτεχνική διευθύντρια του Θ.Θ. Κυριακή Σπανού που πίστεψε σε αυτό το ομολογουμένως δύσκολο και τολμηρό θεατρικό εγχείρημα και το ανέβασε στην Πειραματική Σκηνή, με το συνολικό αποτέλεσμα και την ενθουσιώδη ανταπόκριση του κοινού να τη δικαιώνουν για άλλη μια φορά.
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις