ΛΑΡΙΣΑ
Ένα ετερόκλητο μουσικό παζλ στους δρόμους της Λάρισας με τους Λαρισαίους να διαλέγουν… πίστα (φωτό-βίντεο)
Περπατώντας στους δρόμους της Λάρισας θα ακούσεις, εκτός από φωνές και κορναρίσματα αυτοκινήτων, και κάποιες μελωδίες. Είναι οι μουσικοί του δρόμου, οι καλλιτέχνες που καμιά φορά μπορεί να αγνοήσουμε μέσα στη βιασύνη και τις έγνοιες της μέρας, όμως εκείνοι βρίσκονται εκεί για να την ομορφύνουν έστω και χωρίς να το καταλάβουμε. Ο καθένας βγαίνει αντιπροσωπεύοντας ένα διαφορετικό μουσικό είδος, όμως όλοι μαζί συνθέτουν μια ετερόκλητη playlist, η οποία ασυναίσθητα εναλλάσσεται μαζί με τα βήματά σου. Το onlarissa.gr μίλησε με τρεις μουσικούς των δρόμων της πόλης μας και έμαθε λίγες μόνο από τις ιστορίες τους.
Στην οδό Ασκληπιού συναντήσαμε τον Γρηγόρη Τσατσάνη. Γεννήθηκε στη Συκή του Βόλου και σπούδασε φιλοσοφία, αλλά από το 2018 παίζει μουσική στον δρόμο. Στη Λάρισα εμφανιζεται κοντά δέκα μέρες, συνήθως Δεύτερες και Τετάρτες. Ξεκίνησε από τη μέταλ, όμως γρήγορα μετακινήθηκε σε πιο ροκ μονοπάτια, ενώ αργότερα έπιασε τα ρεμπέτικα, τα κρητικά, αλλά και τα φλαμένκο. «Κάποια στιγμή άκουσα την Τίγρη του Ψαραντώνη και δεν βρήκα καμία διαφορά στη δισολία που κάνουν οι Iron Maiden με τη δισολία της ασκομαντούρας. Είναι πολύ συγγενικά είδη», αναφέρει.
Το κοινό της Λάρισας, μας λέει, αντιδρά πολύ όμορφα στη μουσική του, ανταποκρίνεται, κάνει παραγγελιές. Με τους ιδιοκτήτες των γύρω καταστημάτων δεν είχε ποτέ του πρόβλημα, το αντίθετο μάλιστα, η συνύπαρξή τους είναι κάτι περισσότερο από αρμονική. «Ενώ συνήθως τραγουδάω έντεχνα και κρητικά, σήμερα έβαλα στο πρόγραμμα και ξένη ροκ. Εν μέρει το έκανα για το παλικάρι από τη γειτονική καφετέρια που μου λέει ότι ακούει ξένα. Λέω ας βάλω λίγα ξένα, αφού γουστάρει το παλικάρι κι αφού με γουστάρει και το μέρος».
Αξίζει όμως από οικονομικής απόψεως το να αφιερώνει τόσο χρόνο στο να παίζει στον δρόμο; «Αξίζει», εξηγεί ο Γρηγόρης, «εφόσον είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και με τους άλλους ανθρώπους, όσο κάνεις πρόβες, παρουσιάζεις αξιοπρεπές αποτέλεσμα και όσο σου αρέσει εσένα».
«Δεν είναι όμως το παν τα χρήματα», αναφέρει. Κατάλαβε ότι δεν κάνει χωρίς μουσική όταν ξεκίνησε μια τυπική δουλειά σε σούπερ μάρκετ. Πήγαινε άσχημα η κατάσταση στο οικονομικό, είχε κουραστεί λίγο κι από την αβεβαιότητα και αποφάσισε να σταματήσει. Άντεξε για έναν μήνα. «Μετατράπηκα στον πιο ανυπόφορο άνθρωπο, έβγαλα τρέμουλο στο πόδι, κυκλοθυμίες, αντιδράσεις που δεν ήμουν εγώ. Απορώ πώς με άντεξαν οι δικοί μου. Μια Κυριακή βγήκα και λέω δεν βαριέσαι, θα παίξω. Από εκεί που με είχαν συνηθίσει νευριασμένο, ξαφνικά ήμουν άλλος άνθρωπος, ήμουν ξανά ήρεμος. Είναι ξεκάθαρα ψυχοθεραπεία», περιγράφει.
Κι αν μια μέρα ερχόταν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και του ζητούσε να παίξει στις συναυλίες του; «Μπορεί να πήγαινα, αλλά θα συνέχιζα και τη μουσική στον δρόμο. Θα έπαιζα το βράδυ μαζί του και το πρωί στον δρόμο, ανάλογα με το κουράγιο και αν άντεχε το σώμα μου».
Λίγο πιο πάνω, στο πεζούλι του Αρχαίου Θεάτρου συναντήσαμε τον Βαγγέλη Λαζάρου με το μπουζούκι του. Λαρισαίος, όμως βγαίνει να παίξει πότε πότε και στους δρόμους της Αθήνας. Παίζει ρεμπέτικα, παραδοσιακά, σμυρναίικα, λαϊκά, «μόνο Ζαμπέτα δεν παίζω», εξηγεί, «γιατί δεν μου πάει στα χέρια».
Κάποτε δούλευε σε μεταφορική εταιρεία. Όταν μια μέρα πήρε ρεπό, αποφάσισε να δοκιμάσει να παίξει έξω τη μουσική του. Το μεροκάματο ήταν διπλάσιο από εκείνο της δουλειάς του.
«Εγώ το βλέπω ξεκάθαρα σαν εργασία», αναφέρει, «τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο. Καθένας έχει τις δικές τους δυσκολίες, δεν έχω αυταπάτες να πω ότι δεν έχω αφεντικό, άρα είμαι άνετος. Γνωρίζω και αντιμετωπίζω αυτό που κάνω με ωράρια, σήμερα για παράδειγμα θα παίξω 9-1. Αφεντικό είναι η διάθεση του κόσμου».
«Υπάρχει βέβαια η πολυτέλεια να πω ότι δεν έχω όρεξη, αλλά θα κάνω κάτι άλλο, θα σετάρω το όργανό μου ή θα κάνω πρόβες. Πάλι μέσα στο επάγγελμα είναι κι αυτό, αλλά το καλλιτεχνικό είναι εντελώς διαφορετικό από το εργασιακό».
Ως τώρα έχει παίξει και σε μαγαζιά και σε στούντιο και στον δρόμο, όμως, όπως λέει «αυτά τα τρία είναι διαφορετικές δουλειές». Με τα τωρινά δεδομένα της ζωής του, η μουσική στον δρόμο έχει όφελος, όμως δεν είναι στόχος του να συνεχίσει εκεί. «Κάθε καλλιτέχνης, αν δεν έχει ένα συνοικιακό μαγαζί να παίζει 5/7, δεν βγαίνει».
Για τον χώρο της μουσικής γενικότερα αναφέρει ότι θα ήθελε ο καθένας να εξελίσσει το είδος λίγο λίγο κάθε φορά. «Πατάμε σε ώμους γιγάντων», εξηγεί, ο καθένας θα πρέπει να το πηγαίνει αυτό ένα βήμα παραπέρα. Πάνω όλα ευχαριστεί τον κόσμο για τη διάθεση και την αλληλεπίδραση μαζί του και ελπίζει να έχει βοηθήσει κάποιον που τον άκουσε και ενδεχομένως να περνούσε μια δύσκολη ημέρα.
Στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου πετύχαμε τον Rudi από τη Ρουμανία. Μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος έπαιζε λίγο πιο πέρα, στην οδό Ρούσβελτ, γυρίζουν διάφορες πόλεις της Ελλάδας, Λάρισα, Βόλο, Κατερίνη, μετακινούμενοι μουσικοί με όλη τη σημασία της έννοιας. Στην πόλη μας βρίσκεται περίπου έναν μήνα.
Ο Rudi ξεκίνησε να παίζει όταν ήταν μόλις ενός, κυρίως παραδοσιακή ρουμανική μουσική. Όταν τον πετύχαμε βέβαια έπαιζε τους «Ουγγρικούς Χορούς» του Μπραμς κι μετά το Bella Ciao. Μαζί με τα σκυλάκια τους, πατέρας και γιος γυρίζουν την Ελλάδα και προσφέρουν λίγη από την τέχνη της χώρας τους. Ο πατέρας, από την άλλη πλευρά, αρνείται ευγενικά να μας μιλήσει. Δυστυχώς δεν γνωρίζει αρκετά ελληνικά. Θα είχε σίγουρα μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία να μας διηγηθεί.
Ζωή Μπουρουτζή – Φωτογραφίες: Κώστας Τσιάρας
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις