ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Όταν ο Πηνειός λεγόταν Σαλαμπριάς και προμήθευε με πόσιμο νερό τη Λάρισα

Mία από τις ενότητες στην έκθεση “Larissa mea dulcissima” (Γλυκυτάτη μου Λάρισα), η οποία συνεχίζεται στη Δημοτική Πινακοθήκη-Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα, αναφέρεται στον τρόπο ύδρευσης στην παλιά Λάρισα.

Εκεί διαπιστώνουμε με υλικό και φωτογραφίες ότι μέχρι το 1925 περίπου η ύδρευση γινόταν από το νερό του Πηνειού με πρωτόγονους τρόπους, οι οποίοι με τον χρόνο βελτιώνονταν. Σήμερα θα σχολιάσουμε μια χρωμολιθόγραφη φωτογραφία που βρίσκεται στο επιστολικό δελτάριο αρ. 81 του Στέφανου Στουρνάρα. Στη δεξιά όχθη του Πηνειού, κοντά στη γέφυρα, απεικονίζεται ένα άλογο φορτωμένο με ασκούς και από τις δύο πλευρές. Ο ιδιοκτήτης του ζώου κρατώντας ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο γεμίζει με νερό του ποταμού τους ασκούς (σακιά), και μεταφέρει το περιεχόμενό τους στην πόλη για να το πουλήσει.

Η Λάρισα, πόλη που διασχίζεται από ένα μεγάλο ποτάμι, τον Σαλαμπριά [1] όπως τον ονόμαζαν παλιότερα, είχε από την περίοδο των χρόνων της τουρκοκρατίας, μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης. Οι κάτοικοί της, αν και τα περισσότερα σπίτια είχαν πηγάδια στην αυλή τους, εφοδιάζονταν το πόσιμο νερό από τον Πηνειό. Η γειτνίαση με τους οικιακούς βόθρους καθιστούσε το νερό των πηγαδιών ακατάλληλο ως πόσιμο και το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά για την καθαριότητα και το πότισμα. Το πόσιμο νερό το προμηθεύονταν από το ποτάμι, που δεν είχε πάψει ποτέ να κυλάει δίπλα στην πόλη. Αλλά όμως και αυτό δεν ήταν καθαρό, γάργαρο. Οι πηγές του ξεκινούσαν από την Πίνδο και στο μακρινό ταξίδι της διαδρομής μέχρι τη Λάρισα δεχόταν καθ’ οδόν κάθε είδους ακάθαρτα υλικά, τα οποία αυξάνονταν καθώς συνέρρεαν και άλλα από τους παραποτάμους του.

Ο ιατρός Μιχαήλ Σάπκας, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πλέον επιτυχημένους δημάρχους της Λάρισας κατά τον 20ο αιώνα και είναι αυτός που έλυσε το πρόβλημα της ύδρευσης με τον καλύτερο τρόπο, σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1955 [2] περιγράφει με τον δικό του τρόπο και με τη διάλεκτο της εποχής, τη διαδικασία με την οποία υδρεύονταν οι κάτοικοι της πόλης μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920: «Η πόλις κτισμένη επί της δεξιάς όχθης του Πηνειού, επί Τουρκοκρατίας εξ αυτού υδρεύετο. Το ύδωρ μετεφέρετο υπό υδροφόρων, των λεγομένων σακατζήδων, εις ασκούς δερματίνους, τους λεγομένους σακάδες, χωρητικότητος εκάστου 35-40 οκάδων [3], φερομένους ως πλήρες φορτίον επί ίππων ανά δύο. Το ύδωρ ηντλείτο εκ της κοίτης του Πηνειού και ιδίως κατεβάλλετο προσπάθεια να λαμβάνεται εκ του κεντρικού ρεύματος του ποταμού. Κατόπιν οι δερμάτινοι ασκοί αντεκατεστάθησαν δια βυτίων, φερομένων επί τροχοφόρου βάσεως, συρομένων δι’ ίππων. Η άντλησις του ύδατος αντεκατεστάθη υπό πετρελαιοκινήτων αντλιών, τοποθετημένων εις τας όχθας, εις δεξαμενάς σιδηράς, αρκετής χωρητικότητος, και εξ αυτών ελάμβανον δια κρουνών τα βυτία το ύδωρ». Οι φωτογραφίες της εποχής μάς δίνουν μια ιδέα για τους σακάδες και τα φορτωμένα σε ζώα ή σε δίτροχα βυτία, που κατέβαιναν τη δεξιά όχθη του Πηνειού για να εφοδιασθούν με νερό.

Το νερό μεταφέρονταν στα σπίτια με κάποια μικρή οικονομική επιβάρυνση του νοικοκύρη και αποθηκευόταν σε μεγάλα πήλινα δοχεία, τα κιούπια, τα οποία ήταν παραχωμένα βαθιά στο χώμα. Έριχναν μέσα στα γεμάτα με νερό δοχεία μικρή ποσότητα στύψης, που σε λίγες ώρες είχε την ικανότητα να καθαρίζει το νερό από όλες τις φερτές ύλες, οι οποίες καθίζαναν στον πυθμένα του δοχείου και το νερό γινόταν διαυγές. Στη συνέχεια τα σκέπαζαν στεγανά, ώστε να διατηρείται απρόσβλητο το περιεχόμενο των δοχείων από σκόνες και διάφορα πετούμενα. Η κατανάλωση σαν πόσιμο γινόταν έπειτα από δύο και πλέον ημέρες, ώστε να έχει ολοκληρωθεί η καθίζηση. Γι’ αυτό και κάθε κατοικία είχε περισσότερα από ένα κιούπια. Αυτή η διαδικασία μπορεί να εξασφάλιζε στο νερό κάποια καθαρότητα, όμως ουσιαστική αποστείρωση δεν γινόταν και η υγεία των κατοίκων ήταν επισφαλής.

Ο κοιλιακός τύφος και άλλα εντερικά νοσήματα προσέβαλαν πολλούς, περισσότερο τους επισκέπτες και τους περαστικούς από την πόλη, ιδιαίτερα τους στρατιώτες, γιατί οι γηγενείς θα έλεγε κανείς ότι το είχαν κατά κάποιον τρόπο συνηθίσει. Όμως δεν υπήρχε στη Λάρισα οικογένεια που να μην είχε δοκιμαστεί από την αρρώστια αυτή και πολλοί μάλιστα είχαν χάσει και τη ζωή τους [4].

Το πρόβλημα της ύδρευσης στη Λάρισα λύθηκε το 1930. Ήταν Κυριακή 7 Δεκεμβρίου, μια βροχερή μέρα πριν 93 χρόνια, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εγκαινίαζε τον Υδατόπυργο και τις κεντρικές εγκαταστάσεις ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού στο κτίριο του ΟΥΗΛ, το οποίο βρισκόταν εκεί όπου σήμερα υψώνεται το ημιτελές Δημοτικό Θέατρο. Έτσι η Λάρισα στον τομέα της ύδρευσης, χάρη στην αποδοτική πορεία της ΔΕΥΑΛ, μέσα σε λίγα χρόνια έγινε παράδειγμα προς μίμηση.

[1]. Οι Τούρκοι τον ονόμαζαν Κιοστέμ, που πιστεύεται ότι είναι παραφθορά της λέξεως Λυκοστόμιο.
[2]. Μιχαήλ Σάπκας. Ιστορικαί αναμνήσεις από την ανασυγκρότησιν και αναμόρφωσιν της Λαρίσης μετά την απελευθέρωσιν από την τουρκοκρατίαν. Τομ. Α’. Ύδρευσις και Ηλεκτροφωτισμός, εν Λαρίση, (Ιούνιος 1955) σ. 23-24. Είναι το ένα από τα δύο βιβλία των πολλών χειρόγραφων αναμνήσεων που κατόρθωσε να εκδώσει. Το άλλο είναι τα Πεπραγμένα του τμήματος Λαρίσης του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, Λάρισα (1955).
[3]. Περίπου 50 κιλά νερό ο κάθε ασκός.
[4]. Κώστας Περραιβός. Σακατζήδες και Βαρελάδες μας πότιζαν, εφ. Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της 9ης Μαΐου 1982.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου / nikapap@hotmail.com / Φωτοθήκη Λάρισας

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες