ΛΑΡΙΣΑ

Η θεαματική μεταβολή της Λάρισας, η ωρίμανση της αστικής ζωής της και η ανεπτυγμένη αυτοσυνειδησία της (φωτο)

Όταν πριν από 30 και πλέον χρόνια είχα δει για πρώτη φορά ελάχιστα θραύσματα του Αρχαίου Θεάτρου να σκάνε από τη γη, προοιωνιζόμενα μια διαφορετική τροχιά για τη Λάρισα, δεν υπήρχε η μεγάλη και σύνθετη συζήτηση για το μέλλον των ελληνικών πόλεων, τουλάχιστον όπως την κατανοούμε και τη δεχόμαστε σήμερα. Έκτοτε η Λάρισα έχει αναπτυχθεί και έχει αλλάξει τόσο πολύ, που ακόμη και οι ίδιοι οι Λαρισαίοι το επαναλαμβάνουν, παρότι έχουν καθημερινή εμπειρία από τη ζωή της πόλης.

Του Νίκου Βατόπουλου

Για τους επισκέπτες, η μεταβολή της τα τελευταία χρόνια είναι σχεδόν θεαματική, αν μείνει κανείς σε ένα πρώτο επίπεδο εντυπώσεων. Αλλά και πέραν αυτών, έχει αναπτύξει μια σύνθετη φυσιογνωμία, και η ωρίμανση της αστικής ζωής της έχει φανερώσει την ανάγκη καταγραφής της νεότερης ιστορίας της.

Λάρισα: Εξερευνούμε τα πολιτιστικά της τοπόσημα-1
Το ιστορικό φαρμακείο του Αγαμέμνoνα Αστεριάδη (1895-1953) λειτουργούσε έως τα τέλη του 20ού αιώνα, στην οδό Κύπρου. Τον Αστεριάδη διαδέχθηκε ο Νικόλαος Βλαχοστέργιος, ο οποίος το διατήρησε μέχρι την κατεδάφισή του. Αποτελεί ένα από τα δημοφιλή εκθέματα του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου.

 

Αυτή η ανάγκη δεν ήταν προφανής στα ελληνικά αστικά κέντρα τις προηγούμενες δεκαετίες και περιοριζόταν στη μοναχική, κατά κανόνα, δραστηριότητα κάποιων ιστοριοδιφών και σε ορισμένους κοινωνικούς κύκλους που τρέφονταν από τη νοσταλγία. Η Λάρισα έχει πλέον μια ανεπτυγμένη αυτοσυνειδησία, από την οποία πηγάζουν πολλές και ποικίλες απόπειρες κατανόησής της και ανάδειξης της πολύπτυχης ιστορίας της. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτή την εξελικτική πορεία είναι η σύνδεση της ιστορικής διαδρομής με μια νεοαποκτηθείσα και εσχάτως κατοχυρωμένη ανάγκη αστικής ταυτότητας.

Λάρισα: Εξερευνούμε τα πολιτιστικά της τοπόσημα-2
Ο Πύργος Χαροκόπου στη Γιάννουλη είναι διατηρητέο κτίσμα του 1902, έργο του Αναστασίου Μεταξά.

 

Η γέφυρα ανάμεσα στην Ιστορία (τη λαϊκή, τη λόγια, την αρχαία, των μέσων χρόνων, της Οθωμανικής περιόδου, της νεότερης) και την Ταυτότητα (ως καύσιμο οικονομίας, πολιτισμού και περηφάνιας για τους κατοίκους) είναι ο δρόμος για να οδηγηθεί η Λάρισα σε μια άλλη κατηγορία πόλεων. Αυτό έχει ήδη αρχίσει να γίνεται μέσα από ένα δίκτυο πολιτιστικών τοπόσημων σε μια γεωγραφική διασπορά από το κέντρο και τις γειτονιές προς τα προάστια και την ενδοχώρα, γεννώντας τις προϋποθέσεις εκείνες που διασφαλίζουν διάρκεια και προσέλκυση ενός ποικίλου κοινού.

Λάρισα: Εξερευνούμε τα πολιτιστικά της τοπόσημα-3
Η Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα διαθέτει μία από τις καλύτερες συλλογές έργων νεοελληνικής τέχνης.

 

Υπάρχει όμως διάχυτη μια αντίφαση. Ενώ το Αρχαίο Θέατρο, επί του πεζοδρόμου της Ελευθερίου Βενιζέλου, είναι η ατμομηχανή για τη διατύπωση ενός νέου αξιακού κώδικα για την πόλη και την επιχειρούμενη εξωστρέφεια της Λάρισας, σχεδόν το σύνολο της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς έχει κατεδαφιστεί. Ελάχιστα κτίρια θυμίζουν την προπολεμική περίοδό της. Οι κατεδαφίσεις συνεχίζονται αθρόες και οι περισσότερες μονοκατοικίες που είχαν διασωθεί σε κεντρικά και λιγότερο κεντρικά σημεία δεν κρίθηκαν ποτέ άξιες να συνδράμουν στη σφυρηλάτηση μιας άλλης ταυτότητας και στην καλλιέργεια μιας άλλης ευαισθησίας απέναντι στο νεότερο αστικό παρελθόν.

Ένα τραυματικό παρελθόν

Ωστόσο, η Λάρισα μπορεί να περηφανεύεται ότι διαθέτει ορισμένα από τα καλύτερα μουσεία στη χώρα και ότι ο μεγάλος αριθμός των πολιτιστικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων σε καθημερινή βάση συγκεντρώνει μεγάλη μερίδα κοινού. Είναι μια κοινωνία που έχει πλέον την απαιτούμενη ποικιλία, στοιχείο απαραίτητο για την οργάνωση μιας νέας ταυτότητας, ελκυστικής και ανταγωνιστικής.

Υπάρχει, συνεπώς, το εξής πρόβλημα. Από τη μια πλευρά είναι η Λάρισα με το Αρχαίο Θέατρο, τα οθωμανικά μνημεία, την πλούσια πολιτιστική ζωή και τα μουσεία της, την ακμαία εμπορική αγορά της και την εξαιρετικά δελεαστική ενδοχώρα, όπως και τα παραλιακά παραθεριστικά κέντρα. Και από την άλλη, η Λάρισα με μια «θάλασσα» από πολυκατοικίες, που για έναν επισκέπτη δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον (για να είμαστε δίκαιοι, υπάρχουν ενδιαφέρουσες αστικές πολυκατοικίες στο κέντρο από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, οι οποίες αργά ή γρήγορα θα μελετηθούν και αυτές).
Αυτή η αντίφαση, διατυπωμένη κάπως αυθαίρετα και σχηματικά, ώστε να γίνει κατανοητή από όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την πόλη, αφήνει περιθώρια για να μιλήσει κανείς για τα ανοιχτά θέματα που αφορούν ορισμένα νεότερα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της προπολεμικής Λάρισας, των οποίων, όσο περίεργο και αν ακούγεται, η προστασία και η ανάδειξη δεν είναι αυτονόητη. Άλλωστε η σχετική αρθρογραφία για τις περιπτώσεις αυτές κρατάει επί σειρά ετών.

Έχει ενδεχομένως ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ιδίως για όσους δεν γνωρίζουν την περιοχή, να υπογραμμιστεί, και μάλιστα με έμφαση, πως η Λάρισα έχει ένα ιστορικό παρελθόν μαρτυρικό και τραυματικό, που έως έναν βαθμό εξηγεί και την τροπή που πήρε η ανεξέλεγκτη ανοικοδόμησή της μετά το 1960-70. Οι σεισμοί και οι βομβαρδισμοί που βίωσε σε διάστημα μόλις τεσσάρων μηνών, από τον Δεκέμβριο του 1940 έως τον Μάρτιο του 1941, συντέλεσαν στη δημιουργία ενός ρήγματος, φυσικού και ψυχικού, με την προπολεμική πόλη. Η Λάρισα θα είναι πλέον για πάντα αλλιώς. Ο σεισμός της 1ης Μαρτίου του 1941, ισχύος 6,3 της κλίμακας Ρίχτερ, συνέβη δύο μήνες μετά τον βομβαρδισμό της 21ης Δεκεμβρίου 1940 και μόλις μία μέρα πριν από τον βομβαρδισμό της 2ας Μαρτίου 1941, που την ισοπέδωσε. Η Λάρισα, ως στρατιωτικό κέντρο, ήταν εξαρχής βασικός στόχος, και το διπλό σοκ του σεισμού και των βομβαρδισμών οδήγησε πολλούς κατοίκους να την εγκαταλείψουν, διασπείροντας αισθήματα φόβου και ανασφάλειας.

Αυτές οι πτυχές της Ιστορίας μπορεί σήμερα να είναι σελίδες του χθες, αλλά μας υποχρεώνουν να τις λαμβάνουμε υπόψη κάθε φορά που προσεγγίζουμε τις παραμέτρους του αστικού οικιστικού αποθέματος. Η αλήθεια είναι πως η Λάρισα, χάρη στον κάμπο, βρήκε μεταπολεμικά γρήγορα τον ρυθμό της, αλλά η επαφή με τον παλαιό κόσμο της είχε διαρραγεί οριστικά. Φωτογραφίες, ωστόσο, της δεκαετίας του 1950, από την κεντρική πλατεία και άλλα σημεία, δείχνουν έναν όχι αμελητέο αριθμό νεοκλασικών και παραδοσιακών κτιρίων που έστεκαν ακόμη όρθια. Μετά το 1965, ο γηρασμένος οικιστικός ιστός αντικαταστάθηκε, αδιαφορώντας για την όποια ιστορική ή αρχιτεκτονική αξία του.

Αρχαίο Θέατρο, το σημείο αναφοράς

Η ανέλκυση του Αρχαίου Θεάτρου από τα έγκατα της γης της, μια διαδικασία ιδιαίτερα δύσκολη, που συναντούσε αντικειμενικές δυσκολίες πέραν του ανασκαφικού έργου, ήταν η θρυαλλίδα για να εμπεδωθεί η ανάγκη μιας νέας ταυτότητας. Οι τελικές εργασίες στο μνημείο, ενταγμένες στο ΕΣΠΑ 2014-20 από την Περιφέρεια Θεσσαλίας, εκτελέστηκαν από έμπειρους συντηρητές και εργατοτεχνίτες, υπό την εποπτεία της προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας, Σταυρούλας Σδρόλια, και της πενταμελούς ομάδας επίβλεψης του έργου. Μια ιστορία δεκαετιών ολοκληρώθηκε αισίως και παραδίδεται στην πόλη για να την ευεργετήσει. Σήμερα, το θέατρο, σε ένα σημείο πολύ κοντινό στις κεντρικές πλατείες, στο Φρούριο, στα οθωμανικά μνημεία και στην αγορά με τα πολλά καταστήματα, έχει και έναν επιπλέον συμβολικό ρόλο: να συμπτύξει και να συμβολίσει με εξωστρέφεια και σαφήνεια τη νέα πορεία.

Λάρισα: Εξερευνούμε τα πολιτιστικά της τοπόσημα-4
Τα δίδυμα σπίτια στην οδό 31ης Αυγούστου αποτελούν σπάνια, πλέον, δείγματα αστικής αρχιτεκτονικής από τις αρχές του 20ού αιώνα. 

 

Για τη Λάρισα, θα ήταν ιδεατό να μπορέσει να συνδυάσει δύο παράλληλες και αλληλοσυνδεόμενες τάσεις: την ανάδειξη της ιστορικής στρωματογραφίας της και την ενθάρρυνση μιας νέας, καλής αρχιτεκτονικής με αντίστοιχες (ευρείες) κατεδαφίσεις αδιάφορων και κακών κτιρίων των τελευταίων δεκαετιών. Το δεύτερο, δυστυχώς, δεν φαίνεται να είναι μια άμεση προοπτική. Αλλά, ενώ τα μνημεία της αρχαιότητας, των ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων, καθώς και τα υπολείμματα της Οθωμανικής περιόδου φαίνεται πως σταδιακά αναδεικνύονται, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τα κτίρια του νεότερου πολιτισμού. Ο 19ος και ο 20ός αιώνας χρειάζονται φροντίδα.

Το Αρχαίο Θέατρο, πάντως, έχει το εξαιρετικό πλεονέκτημα να ανοίγει σαν αχηβάδα στην καρδιά της πόλης, εκεί όπου αρχίζει και υψώνεται ο λόφος του Φρουρίου. Η θέση του και η σπουδαιότητά του (χτίστηκε στο πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ.) ορίζουν πλέον και νέο προβληματισμό για τη διευθέτηση του κέντρου της Λάρισας. Φαίνεται πως το θέατρο θα ορίσει τις νέες συντεταγμένες, όμως απαιτείται ιδιαίτερη σκέψη για το πώς θα συμβιώσουν η παλιά και η νέα Λάρισα. Πιο κάτω, στην πλατεία Μπλάνα, η Δημοτική Αγορά κατεδαφίστηκε πριν από δεκαετίες χωρίς πολλή σκέψη. Στη θέση της δημιουργήθηκε υπόγειο πάρκινγκ και μια ανέμπνευστη πλατεία, με τα παλιά μονώροφα καταστήματα ολόγυρα, στην Κύπρου και στην Ολύμπου, να παραμένουν πλήρως παραμορφωμένα.

Λάρισα: Εξερευνούμε τα πολιτιστικά της τοπόσημα-5
Τα μνήματα του Εβραϊκού Νεκροταφείου αφηγούνται την ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της Λάρισας από τις αρχές του 20ού αιώνα.

 

Οι πολλές αμαρτίες του παρελθόντος φέρνουν πλέον ως αντίβαρο αλλά και προοπτική σημαντικές παρεμβάσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού: Το Μπεζεστένι, π.χ., η παλιά οθωμανική αγορά, στο Φρούριο και αυτό, είναι από τα πιο αξιόλογα μνημεία, καθώς ενισχύει την ιδέα της ιστορικής στρωματογραφίας (ασχέτως αν δεν έρχονται όλα σε κοινή θέα, αλλά παραμένουν καταχωμένα). Ομοίως, το τουρκικό χαμάμ, που βρίσκεται μέσα σε μπαρ στην κεντρική οδό Βενιζέλου (κοντά στο Αρχαίο Θέατρο), θα αναδειχθεί επίσης. Εργασίες γίνονται και σε άλλα νεότερα μνημεία, όπως στο Γενί Τζαμί (κτίριο των αρχών του 20ού αιώνα) και στη Συναγωγή (η Λάρισα είχε μία από τις πιο ανθηρές εβραϊκές κοινότητες). Το Εβραϊκό Νεκροταφείο έχει επίσης μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον.

Λάρισα: Εξερευνούμε τα πολιτιστικά της τοπόσημα-6
Τα οθωμανικά μνημεία της Λάρισας εντοπίζονται ακόμη και με παράταιρες νεότερες χρήσεις, όπως είναι η περίπτωση τμήματος του τουρκικού χαμάμ στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου που λειτουργεί ως μπαρ.

 

Τρία μουσεία πρώτης γραμμής

Τα ίχνη από τη μακραίωνη ιστορία της Λάρισας και της Θεσσαλίας εν γένει μπορεί κανείς να τα διαβάσει και να τα αντιληφθεί μέσα από τα εξαίρετα εκθέματα του Διαχρονικού Μουσείου, έξω από το κέντρο, στον λόφο Μεζούρλου (που είναι και τόπος μαρτυρικός, καθώς εκεί γίνονταν εκτελέσεις στον πόλεμο). Είναι ένα από τα κορυφαία μουσεία της Λάρισας. Το Διαχρονικό έχει αναδείξει τη Λάρισα σε πόλη πρωτοπόρο, καθώς τα διαχρονικά μουσεία (που βασίζονται στη λογική της χρονογραμμής και σε μια αφήγηση σαν ξεδίπλωμα των αιώνων σε θεματικούς άξονες) είναι ένας ξεχωριστός τύπος παρουσίασης της Ιστορίας. Στεγάζεται σε ένα σύγχρονο κτίριο, χτισμένο στην κορυφή του λόφου, σε μια μεγάλη έκταση 54 στρεμμάτων μέσα στα πεύκα, το οποίο άρχισε να λειτουργεί το 2015 και εξαρχής έγινε προορισμός. Αρκεί μια πρώτη επίσκεψη για να αντιληφθεί κανείς πως ο τρόπος παρουσίασης των εκθεμάτων παρασύρει τον επισκέπτη σε μια διαρκή εναλλαγή θεματικών ενοτήτων, έτσι ώστε στο τέλος της περιήγησης να αισθάνεται πως έχει ταξιδέψει στον χρόνο. Η διευθύντρια του Διαχρονικού, Σταυρούλα Σδρόλια, από τις προσωπικότητες του πολιτισμού στη Θεσσαλία, έχει αναδείξει το μουσείο σε τόπο προσέλκυσης ενός μεγάλου κοινού, ενηλίκων και παιδιών, και παράλληλα ενισχύει την εξωστρέφεια με σειρά θεματικών εκθέσεων, όχι πάντα σε απόλυτη συνάφεια με τα εκθέματα του μουσείου.

Λάρισα: Εξερευνούμε τα πολιτιστικά της τοπόσημα-7
Το Ηρώο-Μνημείο της Νίκης, στον λόφο του Φρουρίου, έργο του γλύπτη Λάζαρου Λαμέρα.

 

Στο Διαχρονικό μπορεί να καταλάβει ο επισκέπτης τη Θεσσαλία. Να νιώσει πτυχές της πρώτης κατοίκησης, της γαστρονομίας, της αγάπης των Θεσσαλών για τα άλογα, της θρησκείας, της αρχιτεκτονικής, της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Στο τέλος της επίσκεψης, έχοντας ξεκινήσει από τους Νεολιθικούς χρόνους, θα φτάσει στον 19ο αιώνα, στην απελευθέρωση, στα Αμπελάκια, στις εβραϊκές κοινότητες, στην πυκνή ιστορική στρωματογραφία της πόλης. Από τα πολλά εκθέματα που πάντα εντυπωσιάζουν το κοινό είναι και η επιτύμβια στήλη θηλάζουσας από την Κονδαία της Θεσσαλίας (Ροδιά Τυρνάβου), του 425-400 π.Χ.

Τα μουσεία της Λάρισας καλούνται τώρα να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το προφίλ της σε αυτή τη νέα φάση εξωστρέφειας. Γιατί, πέρα από το Διαχρονικό Μουσείο, η Λάρισα διαθέτει και μια μικρή Εθνική Πινακοθήκη. Η Δημοτική Πινακοθήκη – Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα (επίσης μακριά από το κέντρο, στη Νεάπολη, αλλά κοντά στο Διαχρονικό) έχει μία από τις σημαντικότερες συλλογές έργων νεοελληνικής ζωγραφικής, δωρεά του ιατρού χειρουργού και συλλέκτη Γεωργίου Κατσίγρα (1914-1998), εξέχουσας προσωπικότητας του τόπου, ενός πολυσχιδούς ανθρώπου με προσφορά που θα έπρεπε να αναδειχθεί πανελληνίως (στα εκθέματα της συλλογής του συγκαταλέγεται επίσης το γραφείο του Ερρίκου Σλήμαν, σχεδιασμένο από τον Τσίλλερ).

Η Πινακοθήκη της Λάρισας γεννήθηκε για να στεγάσει τη Συλλογή Κατσίγρα, αυτός υπήρξε ο ιδρυτικός σκοπός της. Η δωρεά έγινε το 1981. Όμως, η Πινακοθήκη εξελίχθηκε όχι απλώς σε στέγη των σημαντικών (άνω των 750) έργων νεοελληνικής τέχνης της συλλογής, αλλά σε ένα πολύμορφο κύτταρο πολιτισμού με μεγάλους εκθεσιακούς χώρους και τεράστιο φουαγέ (που μπορεί να φιλοξενήσει αυτόνομες εκδηλώσεις και μικρότερες εκθεσιακές ενότητες), με εκπαιδευτικά προγράμματα και πλούσιο εκθεσιακό πρόγραμμα. Την Πινακοθήκη την προσεγγίζεις από το κέντρο προς τη συνοικία και κηπούπολη της Νεάπολης. Υπάρχει ευκολία στάθμευσης και το περιβάλλον είναι γεμάτο δέντρα. Το κτίριο παραπέμπει σε μεταμοντερνισμό της δεκαετίας του 1980-90, το εσωτερικό είναι φωτεινό και λειτουργικό.

Λάρισα: Εξερευνούμε τα πολιτιστικά της τοπόσημα-8
Το Μπεζεστένι, σκεπαστή υφασματαγορά επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χρονολογείται στα τέλη του 15ου – αρχές του 16ου αιώνα.

 

Τομή στην αναβάθμιση της Πινακοθήκης υπήρξε η επανέκθεση που έκανε η νυν διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης στην Αθήνα, Συραγώ Τσιάρα (Λαρισαία στην καταγωγή), μόλις προ ολίγων ετών (2019), όταν αντιπρόεδρος του ΔΣ ήταν η Άννυ Ψάρρα, ψυχή της Πινακοθήκης για πολλά χρόνια. Η επανέκθεση ανανέωσε το υλικό κατά 50% με νέες διαδρομές και νέες θεματικές ενότητες, βάσει της μουσειογραφικής μελέτης που εκπόνησε ο αρχιτέκτονας Αντώνης Μόρας. Η Δημοτική Πινακοθήκη δίνει την εξαιρετική δυνατότητα επαφής και γνωριμίας με τους βασικούς πυλώνες της νεοελληνικής ζωγραφικής. Είναι, με άλλα λόγια, ένα μουσείο καλλιτεχνικής διαπαιδαγώγησης. Η νέα εποχή στην οποία έχει περάσει πλέον η Πινακοθήκη, με πρόεδρο της νέας καλλιτεχνικής επιτροπής τον Μάνο Στεφανίδη, αντιπρόεδρο στο ΔΣ την Κατερίνα Κόσσυβα (πρόεδρος είναι ο εκάστοτε δήμαρχος) και προϊσταμένη της Πινακοθήκης την Ιωάννα Δεληγιάννη, βασίζεται σε μια παρακαταθήκη που έχει διευρύνει το κοινό τόσο σε τοπικό, όσο και σε πανελλαδικό επίπεδο.

Την τριλογία των μουσείων πρώτης γραμμής της Λάρισας συμπληρώνει το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο, που υπήρξε πρωτοβουλία και στόχος ζωής της αρχαιολόγου Λένας Γουργιώτη (1929-2014), επί σειρά ετών διευθύντριας του μουσείου, και του χημικού, μελετητή του λαϊκού πολιτισμού και συλλέκτη Γιώργου Γουργιώτη (1919-1996), αείμνηστων ευεργετών και ανθρώπων που κυριολεκτικά διέσωζαν σχεδόν με τα χέρια σπαράγματα του λαϊκού πολιτισμού της Λάρισας μέσα από ερείπια και κατεδαφίσεις.

Το Λαογραφικό, αν και ιδρύθηκε το 1973, στεγάστηκε το 2009 στον χώρο όπου λειτουργεί σήμερα. Βρίσκεται στη συνοικία Χαραυγή και ξεχωρίζει για τη νεο-παραδοσιακή όψη του. Η διευθύντριά του, Φανή Καλοκαιρινού, αρχαιολόγος, ιστορικός και λαογράφος, έχει κάνει θαύματα εξωστρέφειας· είναι ένα μουσείο-εργαστήρι, ανοιχτό σε συνέργειες και ριζωμένο στη λαρισαϊκή κοινωνία. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία εκθεμάτων, με έμφαση στις παραδοσιακές τεχνικές, σε εργαλεία επαγγελμάτων και σε προϊόντα κεραμικής, χαλκοτεχνίας, υφαντικής, κεντητικής, ξυλοτεχνίας και ξυλογλυπτικής, καθώς και σε σημαντικές ενότητες φορεσιών (λαϊκών και αστικών), έργων τέχνης, εκκλησιαστικών κειμηλίων και σπαραγμάτων του αστικού πολιτισμού της Λάρισας, όπως το περίφημο φαρμακείο Αστεριάδη.

Λάρισα: Εξερευνούμε τα πολιτιστικά της τοπόσημα-9
Το Διαχρονικό Μουσείο της Λάρισας έχει κατακτήσει σημαντική φήμη ως θεματοφύλακας της θεσσαλικής ιστορίας.

 

Το Λαογραφικό έχει αναπτύξει επίσης διεθνείς συνεργασίες και προχωράει μεθοδικά τα προγράμματά του για τη διάσωση και την αναβίωση παλαιών τεχνικών, όπως τα σταμπωτά του Τυρνάβου, που αποτελούν εξαιρετικό κεφάλαιο του πολιτισμού της Θεσσαλίας.

Η Λάρισα βρίσκεται σε μια πολύ ενδιαφέρουσα καμπή της ιστορίας της. Αντικειμενικά η προοπτική της έχει πολύ καλή πρόγνωση, αλλά πρέπει και η ίδια να αντιληφθεί την πολυπλοκότητα της φύσης μιας νέας αστικής ταυτότητας.

Αυτό σημαίνει πως είναι απολύτως απαραίτητο να μεταβληθεί η ιεράρχηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της πόλης. Τα τελευταία χρόνια, χάθηκαν πολλά αστικά σπίτια, του Μεσοπολέμου κυρίως, χωρίς να υπάρχει καμία πρόταση εκ μέρους της τοπικής αυτοδιοίκησης (έως τώρα τουλάχιστον) για την προστασία των ελάχιστων πλέον κτιρίων ενός κάποιου ύφους και μιας ιστορικής ταυτότητας. Μόνες φωνές διαμαρτυρίας είναι η κοινωνία των πολιτών (και κυρίως η Φωτοθήκη Λάρισας) και ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων.

Δίδυμα κτίρια και Πύργος Χαροκόπου

Υπάρχουν δύο πολύ σημαντικές περιπτώσεις που παραμένουν ανοιχτές. Η μία αφορά τα λεγόμενα δίδυμα κτίρια της οδού 31ης Αυγούστου, γνωστά σε όλους τους Λαρισαίους. Εγκαταλελειμμένα επί χρόνια, είναι μια νησίδα ομορφιάς και αστικού πολιτισμού. Μόλις πρόσφατα δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ η απόφαση για την κήρυξή τους ως διατηρητέων μνημείων. Είναι ένα σημαντικό βήμα, αλλά δεν αρκεί.

Η έρευνα του Νίκου Παπαθεοδώρου έχει αποδείξει πως επρόκειτο αρχικά για τέσσερα όμοια σπίτια, εκ των οποίων μόνο τα δύο σώζονται. Είναι σπίτια της δεκαετίας του 1920 (ο Παπαθεοδώρου αναφέρει με ερωτηματικό το έτος 1927), με όλη τη χαρακτηριστική οργάνωση της μορφολογίας τους. Αντίστοιχα σπίτια θα μπορούσε να βρει ένας ερευνητής και σε άλλα αστικά κέντρα της χώρας, καθώς ο εκλεκτικισμός ήταν μια διεθνής γλώσσα του αστικού πολιτισμού. Ωστόσο, τα δύο αυτά σπίτια που έχουν απομείνει είναι πολύ σημαντικά για την ιστορία του αστικού πολιτισμού της Λάρισας.

Η άλλη σημαντική περίπτωση αφορά τον Πύργο Χαροκόπου στη Γιάννουλη, ένα θαυμάσιο, ρομαντικό πυργοειδές κτίσμα του 1902, που συνδέεται με την προσωπικότητα του γαιοκτήμονα και ευεργέτη (πανελλαδικής εμβέλειας) Παναγή Χαροκόπου (1835-1911). Ο Χαροκόπος είχε αποκτήσει εκτάσεις στη Θεσσαλία και ήταν ένας πολυπράγμων επιχειρηματίας με ποικίλες δραστηριότητες (στην Αθήνα, το Μέγαρο Χαροκόπου, δημιουργία του Αναστασίου Μεταξά, με τον οποίο ο Χαροκόπος διατηρούσε φιλική σχέση, πουλήθηκε στον Αντώνη Μπενάκη και αργότερα έγινε το Μουσείο Μπενάκη). Έργο του Αναστασίου Μεταξά είναι και ο Πύργος Χαροκόπου, που στέκει ερειπωμένος, μια διαρκής υπόμνηση της ιστορίας αυτής της πόλης και των τεράστιων δυνατοτήτων της.

Πηγή: kathimerini.gr (Περικλής Μεράκος)

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες