ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ
Μεγάλο αφιέρωμα στα ξενοδοχεία της Λάρισας – Α’ Μέρος: Από την απελευθέρωση από τους Τούρκους μέχρι την απελευθέρωση από τους Γερμανούς (φωτό)
Πριν από δέκα χρόνια ο πεντάχρονος τότε γιος μου είχε παραμονές Χριστουγέννων μεγάλες ανησυχίες – και σχέδια – για το πώς θα περνούσαμε τις γιορτές. «Που θα πάμε μαμά φέτος τα Χριστούγεννα, σε ποια χώρα;» Λες και πηγαίναμε τις προηγούμενες και έπρεπε να το επαναλάβουμε και εκείνη τη χρονιά, οι δυο μας. «Πουθενά, στη Λάρισα θα μείνουμε» του είπα, για να λάβω την αποστομωτική απάντηση… «Ωραία, δεν πειράζει, μπορούμε να μείνουμε μια εβδομάδα στο Imperial Hotel και να είναι σαν να πήγαμε διακοπές!».
Εκτός από το προφανές αστείο και σουρεαλιστικό της σκέψης ενός πεντάχρονου, δεν είχα προσωπικά ποτέ συνδέσει τη Λάρισα με διακοπές και πόσο μάλλον με τα ξενοδοχεία της.
Μου φαίνεται, το ομολογώ, λίγο περίεργο κάποιος μη Λαρισαίος να επιλέξει τη Λάρισα ως προορισμό διακοπών – ασχέτως με το πόσο όλες οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης εδώ και κανά δυο δεκαετίες κάνουν πλάνα επί πλάνων, μελέτες επί μελετών, στρατηγικά σχέδια region ή city marketing επί σχεδίων για το πώς η πόλη μας θα αποτελέσει τουριστικό πόλο έλξης. Περαιτέρω, όντας Λαρισαία και ζώντας στην πόλη, από κεκτημένη ταχύτητα της καθημερινότητας προφανώς, θεωρώ πως τα ξενοδοχεία υπάρχουν για να φιλοξενήσουν δεξιώσεις γάμων και τα συναφή, άντε και κάποιων πάρτυ – έτσι μ΄ αρέσει να το γράφω, με «υ», συνεδρίων, ημερίδων, πολιτικών συγκεντρώσεων, κοπών πίτας, φιλανθρωπικών gala και όλων αυτών εν τέλει που συμβαίνουν στα «πολυτελή» και μη ξενοδοχεία κάθε πόλης που σέβεται την εαυτό της, τους κατοίκους της και ενδιαφέρεται φυσικά για την εξωστρέφεια και την ανάπτυξη.
Κι όμως, η Λάρισα, η λασπούπολη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, είχε πάντοτε ξενοδοχεία και μάλιστα τα περισσότερα πολυτελή. Τα πρώτα ξενοδοχεία, με την σημερινή έννοια του όρου, τα συναντάμε από το 1881, την χρονιά της απελευθέρωσης της πόλης από τους Τούρκους.
Της Εύης Μποτσαροπούλου
Η αδιάλειπτη παρουσία ξενοδοχείων στην πόλη για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα – πλάκα πλάκα μετράμε ενάμισι αιώνα σε γραμμικό χρόνο που εκτείνεται από τα τέλη του ΄19ου αιώνα και φτάνει μέχρι το πρώτο τέταρτο του ΄21ου – έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γιατί, παρόλη τη σημαντική γεωγραφική της θέση, η Λάρισα δεν παύει να είναι μια πόλη στη μέση ενός απέραντου κάμπου, χωρίς τουριστικά αξιοθέατα, η οποία ωστόσο αποτέλεσε πόλο έλξης ξένων – διερχομένων και μη – οι οποίοι επέλεγαν, και συνεχίζουν, την διαμονή τους στα λαρισαϊκά ξενοδοχεία.
Τα ξενοδοχεία της πόλης από την απελευθέρωσή της το 1881 μέχρι σήμερα φτάνουν τα 45, τα οποία με ένα επιφανειακό υπολογισμό μετρούν περί τα 16 σε αριθμό προπολεμικά, σε 14 μεταπολεμικά και μέχρι τη δικτατορία και σε 15 από τη Χούντα μέχρι τώρα, ενώ αυτά που παραμένουν σε λειτουργία σήμερα είναι 10.
Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός. Στοιχείο που δείχνει ότι η Λάρισα από τα τέλη του 19ου αιώνα αποτέλεσε σημαίνουσα πόλη στην ελληνική επικράτεια. Και έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να προσεγγίσει, καταγράψει και ερμηνεύσει κανείς τους λόγους, κοινωνικούς, ιστορικούς, οικονομικούς, πολιτικούς που επηρέασαν τη Λάρισα και από μία τουρκόπολη την μετέτρεψαν πολύ γρήγορα σε σημαντικό αστικό κέντρο της σύγχρονης Ελλάδας. Μια απόπειρα θα βρείτε στο τέλος του παρόντος…
*Να σημειωθεί πως το αφιέρωμα αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο να ολοκληρωθεί ειδικά σε χρονικό ορίζοντα μιας εβδομάδας αν δεν υπήρχε η προγενέστερη έρευνα και καταγραφή ετών των Νίκο Παπαθεοδώρου και Θωμά Κυριάκο, το έργο της Φωτοθήκης Λάρισας εν γένει.
Τα ξενοδοχεία της Λάρισας από την απελευθέρωση των Τούρκων μέχρι αυτή των Γερμανών
Μέγα Ξενοδοχείον το Στέμμα, 1887
Εν αρχήν ην το «Μέγα Ξενοδοχείον το Στέμμα» Το έκτισε το 1887 – έξι μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση – ο τότε δήμαρχος Διονύσιος Γαλάτης με το που ανέλαβε καθήκοντα. Πήρε δάνειο από την Εθνική Τράπεζα για να θέσει σε εφαρμογή το νέο σχέδιο πόλης. Το ξενοδοχείο κτίστηκε στον ελεύθερο χώρο που προέκυψε από την κατεδάφιση παλιών και ερειπωμένων καφενείων και ψυχαγωγικών κέντρων από την περίοδο της τουρκοκρατίας, τα οποία είχαν περιέλθει στη δικαιοδοσία του Δήμου, στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται η Κεντρική Πλατεία.
Το Στέμμα υπήρξε το πρώτο σύγχρονο για την εποχή του ξενοδοχείο της Λάρισας, αν και πρέπει να αναφερθεί ότι το πρώτο ξενοδοχείο, και όχι χάνι, της Λάρισας εντοπίζεται το 1881 στη Λάρισα πίσω από το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, στη σημερινή γωνία των οδών Κύπρου και Σκαρλάτου Σούτσου και ήταν ιδιοκτησίας του Χρήστου Βαμβακά. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν περαιτέρω πληροφορίες για το όνομα του, για τη διάρκεια ζωής του, όπως και φωτογραφική καταγραφή.
Το διώροφο εντυπωσιακό κτίριο στην Κεντρική πλατεία ή στην Πλατεία Δικαστηρίων ή Θέμιδος, όπως ονομαζόταν τότε «έφερε την επιγραφή «Μέγα Ξενοδοχείον το Στέμμα» στα ελληνικά και τα γαλλικά. (…) Βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της πλατείας. (…) Ο επάνω όροφος διέθετε δεκαοκτώ δωμάτια, ενώ στο ισόγειο υπήρχαν δύο μεγάλες αίθουσες, οι οποίες φιλοξενούσαν η μία εστιατόριο και η άλλη καφεζαχαροπλαστείο. Οι αίθουσες αυτές είχαν στην πρόσοψη μεγάλα τοξωτά ανοίγματα για να επιτυγχάνεται επαρκής φυσικός φωτισμός. Η αρχιτεκτονική και του κτιρίου αυτού ακολουθούσε τον νεοκλασικό ρυθμό, δημοφιλή την περίοδο εκείνη στα περισσότερα νεοαναγειρόμενα οικοδομήματα σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Ήταν για την εποχή του το σημείο αναφοράς στην πόλη για τους ξένους και έχει αποτυπωθεί σε μερικά χαρακτικά περιηγητών που επισκέφθηκαν την περίοδο εκείνη τη Λάρισα. Δέκα χρόνια μετά την κατασκευή του, την άνοιξη του 1897, στα δωμάτιά του κατέλυσαν οι πολεμικοί ανταποκριτές όλων των μεγάλων τότε εφημερίδων της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς και ανώτατοι Έλληνες αξιωματικοί, ενώ στις αίθουσες του ισόγειου όπου σύχναζαν οι ένοικοι του ξενοδοχείου και οι αστοί της πόλης, κατέφθαναν αμέσως τα άσχημα συνήθως νέα από το μέτωπο του πολέμου. Από τον μεγάλο σεισμό του 1941 καταστράφηκε ο επάνω όροφος και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 κατεδαφίσθηκε και στη θέση του υψώθηκε πολυώροφη οικοδομή» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νίκος Παπαθεοδώρου σε άρθρο του στην εφημερίδα Ελευθερία.
«Το ξενοδοχείο παρέμεινε σαν δημοτική ιδιοκτησία μέχρι την περίοδο της δημαρχίας του Μιχαήλ Σάπκα, οπότε εκποιήθηκε από τον Δήμο και περιήλθε στην ιδιοκτησία των αδελφών Πολύζου από το Συκούριο» μας ενημερώνει συμπληρωματικά σε άλλο άρθρο του στο onlarissa.gr.
Χάνι του Τσούγγαρη και Χάνι του Σαχίνη
Μπορεί το Στέμμα να ήταν το πρώτο ξενοδοχείο της Λάρισας με τη σύγχρονη έννοια του όρου, αλλά δεν γίνεται να προσπεράσουμε και να μην αναφερθούμε στα δύο χάνια, το οποία υπήρχαν στην πόλη από την εποχή της τουρκοκρατίας ή ευθύς αμέσως από την απελευθέρωση. Τα χάνια άλλωστε υπήρξαν οι πρόδρομοι των ξενοδοχείων.
Το πρώτο είναι το Χάνι του Τσούγγαρη, το οποίο κατά τους χρονικογράφους των Λαρισινών εφημερίδων αναφέρεται ότι υπήρχε εκείνο το φημισμένο χάνι από την εποχή της τουρκοκρατίας, το οποίο ήταν πολύ πιο οικονομικό από άλλα ξενοδοχεία. Σε αυτό αναφέρεται ο Θωμάς Κυριάκος σε άρθρο του που μιλά για τη συνοικία Τσούγκαρι, η οποία εικάζεται ότι πήρε το όνομά της από τον Τσούγκαρη, τον ιδιοκτήτη από το εν λόγω χάνι. «Τα χάνια ήταν χώροι προσωρινής διαμονής ταξιδιωτών που διακινούνταν με άμαξες από διάφορες περιοχές της χώρας. Επίσης φιλοξενούσαν και τους αμαξάδες, καθώς και τους αγωγιάτες και τους χωρικούς που κατέφθαναν στην πόλη για να πουλήσουν τα προϊόντα τους και να αγοράσουν διάφορα αναγκαία αντικείμενα. (…)Το πανδοχείο πρόσφερε το πρωί στους επισκέπτες του και στους εργαζόμενους της περιοχής πατσά, ο οποίος ήταν τόσο νόστιμος, ώστε η φήμη του είχε διαχυθεί όχι μόνον στην πόλη, αλλά και στους διερχόμενους. Έτσι το «πάμε στον Τσούγκαρη για πατσά» έγινε εύκολα «πάμε στο Τσούγκαρι για πατσά» και η παρουσία του έγινε αφορμή να πάρει ολόκληρη η περιοχή όπου βρισκόταν το πατσατζίδικο το όνομά του».
Στην ίδια συνοικία, στην είσοδο της πόλης, εκεί που ήταν οι φυλακές της πόλης, υπήρχε και το χάνι του Σαχίνη, το δεύτερο για το οποίο μας πληροφορεί στο ίδιο άρθρο ο Θωμάς Κυριάκος. «Το κατεστραμμένο, από τους βομβαρδισμούς και το σεισμό, κτίριο που παρατηρούν οι Γερμανοί στρατιώτες ήταν το παλιό χάνι του Σαχίνη. Χτισμένο στις παρυφές του λόφου Ακροπόλεως, μετά την απελευθέρωση της πόλης από του Οθωμανούς, από τα αδέρφια Ξενοφών και Δημήτριο Σαχίνη από τη Σιάτιστα. Στο ισόγειο σταβλίζονταν τα ζώα που εκτελούσαν τις μεταφορές, ενώ στον επάνω όροφο υπήρχαν μεγάλα δωμάτια όπου διανυκτέρευαν οι ταξιδιώτες, συνήθως χωρίς ιδιαίτερες ανέσεις. Το χάνι Σαχίνη εξυπηρετούσε κυρίως τους ταξιδιώτες που έκαναν τη διαδρομή από την Ήπειρο προς τη Μακεδονία και αντιθέτως, γι’ αυτό και χαρακτηριζόταν σαν «Χάνι των Ηπειρομακεδόνων».
Ας επιστρέψουμε όμως στα ξενοδοχεία της Λάρισας…
Ξενοδοχειον της Γαλλιας, αρχές 20ου αιώνα
Το «Ξενοδοχείον της Γαλλίας» υπήρξε ένα από τα πιο παλιά και καλά ξενοδοχεία της Λάρισας. «Το πότε κτίσθηκε δεν μας είναι γνωστό. Πάντως από εικονογραφημένο επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα χρονολογημένο κατά το 1910 περίπου, διαπιστώνουμε ότι το κτίριο αυτό υπήρχε τότε ακριβώς με την ίδια μορφή όπως φαίνεται στη δημοσιευόμενη φωτογραφία. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπ’ όψη και την αρχιτεκτονική του μορφή (νεοκλασική), η ανέγερσή του μπορεί με κάποια επιφύλαξη να τοποθετηθεί περί το 1900. Η ιστορική διαδρομή του ξενοδοχείου αυτού είναι ενδιαφέρουσα. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα λειτούργησε με την ονομασία «Ξενοδοχείον της Γαλλίας» και την εκμετάλλευσή του την είχε ο Νικόλαος Μουστάκας. Αποτελούσε ένα καθαρό, οικονομικό και ευπρεπές κατάλυμα όσων επισκέπτονταν τη Λάρισα για εμπορικούς λόγους» σύμφωνα με τον Παπαθεοδώρου.
Κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, άλλαξε ονομασία και ιδιοκτησία. Έγινε το γνωστό «Παλλάδιον» στον αρ. 6 της σημερινής οδού Παναγούλη (οδός Αχίλλεως κατά την παλιά ονομασία το δρόμου), αμέσως μετά το ζαχαροπλαστείο των αδελφών Κωνσταντινίδη.
Πανελλήνιον, 1908
Το επόμενο ξενοδοχείο που απέκτησε η Λάρισα ήταν το «Πανελλήνιον», το οποίο κάνει και αυτό την εμφάνισή του στις αρχές του 20ου αιώνα· άρχισε να κτίζεται το 1908 από τους αδελφούς Δημήτριο και Αθανάσιο Μποσινιώτη.
Ο Νίκος Παπαθεοδώρου σε άρθρο του στο onlarissa.gr μας πληροφορεί ότι υπήρξε το «ψηλότερο προπολεμικά κτίριο της πλατείας Θέμιδος. (…) Όλο το οικοδόμημα αποτελούνταν από υπερυψωμένο υπόγειο, ισόγειο και δύο ορόφους και ονομάσθηκε “Πανελλήνιον”. Στο ισόγειο λειτούργησε το περίφημο καφεζαχαροπλαστείο από διάφορους επιχειρηματίες, ενώ παράλληλα είχε δημιουργήσει και θεατρική σκηνή. Ήταν το κοσμικότερο κέντρο της Λάρισας και οι εκδηλώσεις του (χοροί, θεατρικές παραστάσεις, προβολές κινηματογραφικών έργων) συγκέντρωναν την αφρόκρεμα του αστικού πληθυσμού της πόλης. Οι δύο επάνω όροφοι προπολεμικά στέγαζαν το ομώνυμο ξενοδοχείο. Μετά τον σεισμό του 1941 κρίθηκε ακατοίκητος ο τελευταίος όροφος, γκρεμίσθηκε και μεταπολεμικά το κτίριο μέχρι το 1978 παρέμεινε διώροφο, μέχρις ότου κατεδαφίσθηκε και οικοδομήθηκε πολυώροφη οικοδομή.
Μεγάλη Βρετανία, 1916
Ακολουθεί το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» το οποίο στεγάστηκε μετά το 1916 στο μεγαλοπρεπέστατο διώροφο μέγαρο που με τον τρούλο που έμεινε στην ιστορία της Λάρισας ως Λέσχη Ασλάνη, η οποία φιλοξενούσε πολλαπλές κοινωνικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις (1906 – 1916). «Αργότερα μετατράπηκε από τους αδελφούς Κ. Μίχου σε ξενοδοχείο με το όνομα «Μεγάλη Βρετανία». Η ιδιοκτησία του κτιρίου το 1924, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τις ανταλλαγές των πληθυσμών, περιήλθε στο δημόσιο και το 1935 παραχωρήθηκε στον Στρατό αποκλειστικά για τη στέγαση της Λέσχης Αξιωματικών» μας πληροφορεί ο Νίκος Παπαθεοδώρου. Μάλιστα, κομβική υπήρξε η παρέμβαση Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος, όταν ήλθε στη Λάρισα το 1930 για να εγκαινιάσει τις εγκαταστάσεις ύδρευσης και ηλεκτρισμού, υποσχέθηκε και ανέλαβε την πρωτοβουλία να περιέλθει το οίκημα αυτό στο Δημόσιο για να στεγάσει τη Στρατιωτική Λέσχη.
Ξενοδοχείο Αγραφιώτη – Ξενοδοχείον Ύπνου το Κεντρικόν, αρχές 20ου αιώνα
Στη σημερινή οδό Κύπρου, Αλεξάνδρας όπως ονομαζόταν τότε, και δη στη γωνία των οδών Αλεξάνδρας (Κύπρου) και Μ. Αλεξάνδρου από τις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχε το ξενοδοχείο του Αγραφιώτη το οποίο στεγαζόταν σε ένα διώροφο κτίσμα.
Όπως μας πληροφορεί για ακόμη μια φορά ο Νίκος Παπαθεοδώρου «Εν συνεχεία το διαχειρίσθηκε ο Γεώργιος Σκένδρος με την επωνυμία «Ξενοδοχείον Ύπνου το Κεντρικόν». Το 1936-37 ο Ανδρέας Κουτσίνας κατεδάφισε όλα αυτά τα κτίσματα που ήταν ιδιοκτησία του και έκτισε το τριώροφο κτίριο που υπάρχει μέχρι σήμερα και του οποίου οι επάνω δύο όροφοι στέγασαν το ξενοδοχείο «Ολύμπιον».
Νέον, δεκαετία 1920
Το ξενοδοχείο «Νέον» βρίσκεται στην πλατεία του σιδηροδρομικού σταθμού Λάρισας. Στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο που 2-3 χρόνια αργότερα χτίστηκε το ξενοδοχείο «Διεθνές». Σε αντίθεση με το «Διεθνές» που λειτουργεί πέχρι σήμερα, το «Νέον σταμάτησε τη λειτουργία πριν από κάποια χρόνια. Τις πληροφορίες παίρνουμε από τον Θωμά Κυριάκο σε δημοσίευση στην προσωπική σελίδα του facabook.
Τα Τέμπη, δεκαετία 1920
Το ξενοδοχείο «Τα Τέμπη» του Απόστολου Γιαταγάνα. Φωτο-Σταρ Θ. Χριστοφορίδης, 9 Ιουλίου 1955. Από το προσωπικό αρχείο του Τάκη Γιαταγάνα. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Το ξενοδοχείο «Τα Τέμπη» σύμφωνα με πληροφορίες που παίρνουμε από δύο δημοσιεύματα του Νίκου Παπαθεοδώρου, ένα στην εφημερίδα «Ελευθερία» και ένα στο onlarissa.gr, στεγάζονταν σε ένα όμορφο κτίσμα το οποίο δέσποζε μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στην ανατολική πλευρά της πλατείας Ταχυδρομείου και είχε πρόσοψη προς τη σημερινή οδό Παναγούλη. Εκτιμάται ότι κτίσθηκε στις αρχές της δεκαετίας τού 1910 και αρχικός ιδιοκτήτης ήταν ο ένας εκ των αδελφών Αντωνιάδη.
Μετά το 1920 αγοράστηκε από τον έμπορο υαλικών Ιωάννη Αλεξάνδρου και αργότερα νοικιάστηκε στον Απόστολο Γιαταγάνα, ο οποίος μετέτρεψε τους δύο ορόφους του σε ξενοδοχείο. Παράμεινε η λειτουργία του ως ξενοδοχείο από τον Γιαταγάνα και μετά την μεταβίβαση του ακινήτου το 1936 στην Φωφώ Κουκουτάρα-Αλεξάνδρου. Το κτίριο ανακαινίστηκε, διαρρυθμίστηκε κατάλληλα και λειτούργησε ως ξενοδοχείο με την ονομασία «Τα Τέμπη».
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής επιτάχθηκε ο επάνω όροφος για την στέγαση της Γερμανικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, ενώ στο ισόγειο εγκαταστάθηκαν τρεις Ιταλοί ηθοποιοί. Σε ένα άλλο δωμάτιο του ισογείου εγκαταστάθηκε η ΕΑΣΑΔ, μια οργάνωση δοσίλογων, η οποία συνεργαζόταν με τους Γερμανούς. Στα δέντρα της πλατείας μπροστά στο ξενοδοχείο λαμβάνανε χώρα απαγχονισμοί αντιστασιακών από τους Γερμανούς.
Μέγας Αλέξανδρος, 1925
Το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Σκαρλάτου Σούτσου και Ίωνος Δραγούμη, απέναντι από την Ισραηλιτική Συναγωγή, κτίσθηκε περί το 1925 από τον Ηλία Κολέσκα. Σύμφωνα με το αφιέρωμα του Νίκου Παπαθεοδώρου ανήκε στα καλά ξενοδοχεία της Λάρισας.
«Το κτίριο του ξενοδοχείου «Μέγας Αλέξανδρος» ήταν διώροφο με υπερυψωμένο υπόγειο, όπως διακρίνεται και στη φωτογραφία. Η κυρία είσοδος βρισκόταν επί της οδού Ίωνος Δραγούμη και η προσπέλαση στο ισόγειο γινόταν με μια σειρά από σκαλοπάτια εξωτερικά και εσωτερικά, τα οποία οδηγούσαν στον χώρο υποδοχής του ξενοδοχείου. Στο ισόγειο βρισκόταν το σαλόνι και μια μεγάλη αίθουσα, η οποία χρησίμευε για διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις (συνεστιάσεις, χοροί, κοινωνικές συγκεντρώσεις, κλπ). Όλο το κτίριο διέθετε 25 δωμάτια, τα οποία ήταν κατανεμημένα στην επάνω όροφο και στο πίσω μέρος του ισογείου.
Την επιχείρηση του ξενοδοχείου ανέλαβε το 1957 ο Αριστείδης Τσούκαρης, τον οποίο βρίσκουμε να λειτουργεί κατά διαστήματα και άλλα ξενοδοχεία της πόλεως, όπως τον «Ερμή» στην οδό Ανδρούτσου και την «Αίγλη» στην οδό Όσσας, πάνω στον λόφο της Ακροπόλεως. Στα δωμάτια του ξενοδοχείου «Μέγας Αλέξανδρος» φιλοξενήθηκαν κατά διαστήματα εκλεκτές προσωπικότητες από την πολιτική, στρατιωτική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας, κατά την επίσκεψή τους στην πόλη μας. Το 1972 το κτίριο κατεδαφίσθηκε και στη θέση του υψώθηκε πολυώροφη οικοδομή, στο ισόγειο της οποίας σήμερα στεγάζεται Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ. Ε. Π.)».
Διεθνές, 1928
Το ξενοδοχείο «Διεθνές» αποτελεί το παλαιότερο σε λειτουργία ξενοδοχείο της πόλης, το οποίο χτίστηκε το 1925 και ξεκίνησε τη λειτουργία τρία χρόνια μετά, το 1928.
Πρόκειται για ένα νεοκλασικό κτίριο που κοσμεί μέχρι σήμερα την περιοχή και ανήκει στην οικογένεια Παπαευσταθίου, μας πληροφορεί ο Θωμάς Κυριάκος με δημοσίευση στην προσωπική σελίδα του facabook.
Παλλάς, 1931 – Παλλάδιον
Το παλιό «Ξενοδοχείον της Γαλλίας», επί της Παναγούλη όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το αγόρασαν το 1931 δύο άτομα από το Συκούριο, οι Ιωάννης Κουλούντζος και Αθανάσιος Μέλιος, οι οποίοι είχαν ζήσει, όπως μας πληροφορεί ο Παπαθεοδώρου, για ένα διάστημα στην Αμερική και είχαν προκόψει. «Αυτοί το ανακαίνισαν, το μετονόμασαν σε «Παλλάς» και το μετέτρεψαν σε πολυτελές ξενοδοχείο. Λέγεται ότι ήταν το πρώτο ξενοδοχείο στη Λάρισα τον οποίο τοποθέτησε εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης και διέθετε μπάνια με ζεστό νερό. Οι ιδιοκτήτες του το ενοικίασαν στον Πέτρο Ζαρκαλή, αλλά ο τελευταίος δεν πρόφθασε να το δουλέψει για πολύ και την εκμετάλλευσή του ανέλαβαν ο Γεώργιος Σκένδρος, μαζί με τους αδελφούς Τσούκαρη, άτομα τα οποία διαχειρίζονταν εκείνη την περίοδο και άλλα ξενοδοχεία στη Λάρισα. Οι τελευταίοι αποχώρησαν σύντομα από την επιχείρηση, την οποία έκτοτε ανέλαβε εξ ολοκλήρου και για τριάντα περίπου χρόνια ο Γεώργιος Σκένδρος. Το 1964 περιήλθε στην ιδιοκτησία της Γεωργίας Σκένδρου-Κουλούτζου, ο σύζυγος της οποίας Σπύρος Σκένδρος ήταν αδελφός του Γεωργίου. Μετά από τέσσερα χρόνια, το 1968, κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κατασκευάσθηκε η σημερινή πολυώροφη οικοδομή.
Στη δεύτερη φάση της λειτουργίας του ξενοδοχείου, όταν μετονομάσθηκε σε «Παλλάς», και απέκτησε σύγχρονες για την εποχή του ανέσεις, φιλοξένησε πολλά σημαίνοντα πρόσωπα της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τον βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ, ο οποίος το 1938, καθ’ οδόν προς τα Τίρανα, προσκεκλημένος στον γάμο του βασιλιά της Αλβανίας Αχμέτ Ζώγου, φιλοξενήθηκε για μια βραδιά στο ξενοδοχείο αυτό. Την επόμενη χρονιά, Μεγάλη Εβδομάδα του 1939, έφθασε στη Λάρισα διωγμένος από την Αλβανία, ο έκπτωτος βασιλιάς της Ζώγου. Η οικογένειά του με τους αυλικούς στεγάσθηκαν για αρκετές ημέρες στο νεόδμητο τότε ξενοδοχείο «Ολύμπιον», ενώ οι επιτελείς του εγκαταστάθηκαν στο «Παλλάδιον».
Κατά την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά υποχρεώθηκε να αλλάξει ονομασία και μετονομάσθηκε σε «Παλλάδιον», επειδή την ονομασία «Παλλάς» μπορούσαν να φέρουν, σύμφωνα με τις ιδεοληψίες της εποχής, μόνον τα ξενοδοχεία τα οποία είχαν δυναμικότητα 50 κλινών και άνω.
Αι Αθήναι, δεκαετία 1930
Ένα άλλο ξενοδοχείο που υπήρξε από τη δεκαετία του 1930 στην Πλατεία Ταχυδρομείου ήταν το Ξενοδοχείο «Αι Αθήναι» του Βασίλη Βουρνάζου, το οποίο στεγαζόταν σε οίκημα στην γωνία με την οδό Ασκληπιού.
Τις πληροφορίες για το ξενοδοχείο αυτό τις παίρνουμε από το ίδιο ως άνω αφιέρωμα του Νίκου Παπαθεοδώρου.
«Ήταν ένα διώροφο κτίσμα και η πελατεία του αποτελούνταν από άγαμους δημόσιους υπαλλήλους και στρατιωτικούς. Στο πίσω μέρος είχε αυλή και γύρω στην αυλή υπήρχαν μερικά ισόγεια δωμάτια τα οποία νοικιάζονταν σε φθηνότερες τιμές. Ήταν ήσυχο και καθαρό και γι’ αυτό και το προτιμούσαν πολλοί».
Ολύμπιον, 1937
Το 1936-37 ο Ανδρέας Κουτσίνας ολοκληρώνει την κατασκευή ενός νέου μεγάλου ξενοδοχείου της πόλης το οποίο έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ιστορία της. Πρόκειται για γνωστό «Ολύμπιον», το οποίο κτίστηκε στη γωνία των οδών Κύπρου και Μ. Αλεξάνδρου, εκεί όπου κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου υπήρχαν διάφορα καταστήματα δικής του ιδιοκτησίας.
Ο Κουτσίνας αποφάσισε να τα κατεδαφίσει όλα και στη θέση τους να ανεγείρει τριώροφη οικοδομή, στο ισόγειο της οποίας υπήρχαν και πάλι καταστήματα και στους ορόφους τους στεγάστηκε το ξενοδοχείο υπό της διεύθυνσης του Γεώργιου Γάκου.
«Ιστορική παραμένει η διαμονή τον Απρίλιο του 1939 στο ξενοδοχείο αυτό του έκπτωτου βασιλιά της Αλβανίας Ζώγου με τη λεχωίδα σύζυγό του. Ήταν το πολυτελέστερο ξενοδοχείο της εποχής πριν ανεγερθούν οι νέες σύγχρονες ξενοδοχειακές μονάδες της Λάρισας. Σαν κτίσμα είναι το μοναδικό από όλα τα προπολεμικά οικοδομήματα της Κεντρικής πλατείας, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Πριν από μερικά χρόνια άλλαξε χρήση και στους ορόφους λειτουργεί φροντιστήριο. Δίπλα από το ξενοδοχείο «Ολύμπιον» επιζούσε μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες το καφενείο «Νέος Κόσμος», ένα από τα αρχαιότερα της Λάρισας» καταγράφει σε άρθρο του στο onlarissa.gr o Νίκος Παπαθεοδώρου.
Για το ξενοδοχείο «Ολύμπιον» υπάρχει αρκετή φωτογραφική τεκμηρίωση. ‘Ήταν άλλωστε για την εποχή του πολυτελέστερο ξενοδοχείο. Από το μπαλκόνι του εκφωνήθηκαν οι ιστορικές προεκλογικές ομιλίες των Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ανδρέα Παπανδρεόυ και λοιπών πρωταγωνιστών για τις πρώτες εκλογές της μεταπολίτευσης του 1974.
Η Θράκη, δεκαετία 1930
Το ξενοδοχείο «Η Θράκη» βρισκόταν στην οδό Βενιζέλου. Ήταν ένα διώροφο νεοκλασικό με μικρό μπαλκόνι και δώμα στον τρίτο όροφο, όπως έχουμε δει σε κατοχικές φωτογραφίες. Το κτίριο υπέστη ανεπανόρθωτες ζημιές , από τον σεισμό της 1ης Μαρτίου του 1941 και τους βομβαρδισμούς, όπως και τα περισσότερα κτίσματα της περιοχής και κρίθηκε μη κατοικήσιμο. Τις πληροφορίες τις παίρνουμε από δημοσιεύματα του Γεώργιου Ζιαζιά.
Παρθενών, Κατοχή
Γύρω στο 1933, σε οικόπεδο στην Πλατεία Ταχυδρομείου, μετά από την κατεδάφιση της οικίας του οδοντιάτρου Μπρέλη, οικοδομήθηκε ένα «κομψό διώροφο κτίριο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως γραφείο των επιβατικών λεωφορείων της περιοχής Λάρισας (πρόδρομος του σημερινού Κ.Τ.Ε.Λ.) και πρακτορείο αυτοκινήτων των γραμμών Φαρσάλων, Αγιάς, Τρικάλων, και άλλων περιοχών» μαθαίνουμε από αφιέρωμα του Νίκου Παπαθεοδώρου.
Αυτό το διώροφο κτίριο, χρησιμοποιήθηκε ως ξενοδοχείο με την επωνυμία «Παρθενών», κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην πόλη, τότε που απαγορεύτηκαν οι μετακινήσεις και ως εκ τούτου έπαψαν να υπάρχουν λεωφορεία.
Κατά την έρευνα Παπαθεοδώρου «το ξενοδοχείο αυτό συνήθως αποτελούσε το μόνιμο κατάλυμα των μαυραγοριτών, όταν έρχονταν από την Αθήνα και από άλλα μέρη της Ελλάδος για να ασκήσουν το αναίσχυντο εμπόριό τους. Μεταπολεμικά χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία και γύρω στα 1970 γκρεμίσθηκε και τη θέση του πήρε, ως συνήθως, μια πολυώροφη πολυκατοικία».
Πως άλλαξε η Λάρισα από την προσάρτηση και μετά
Μετά την προσάρτηση η πόλη αρχίζει να αναπτύσσεται πληθυσμιακά, κοινωνικά και οικονομικά, παρόλο που η αναχώρηση του τουρκικού πληθυσμού και ιδίως των εύπορων αγάδων και μπέηδων αποτέλεσε προσωρινά πλήγμα για την οικονομική ζωή της.
Πριν την εγκατάλειψη της Θεσσαλίας από τον οθωμανικό πληθυσμό, σύμφωνα με στοιχεία του Μορφωτικού Ινστιτούτου Αγροτικής Τράπεζας σχετικά με τη Θεσσαλία, η Λάρισα είχε μεταξύ των 25.000 και 30.000 κατοίκων. Σύμφωνα με την απογραφή του 1881, η Λάρισα έχει πληθυσμό λίγο κάτω από 13.500 χιλιάδες, ενώ το 1910, μόλις τριάντα χρόνια μετά, ο πληθυσμός της πόλης φτάνει και πάλι τις 30.000 κατοίκους. Η σταδιακή αύξηση του πληθυσμού προήλθε αρχικά από την εγκατάσταση κατοίκων των γύρω ορεινών περιοχών, καθώς και πολλών Πελοποννήσιων, ιδίως γύρω στο 1890. Στην πλειοψηφία τους ήταν οικογένειες δικηγόρων, οι οποίοι είχαν αναλάβει υποθέσεις μπέηδων και άλλων Τούρκων, από τους οποίους αγόρασαν σε πολύ χαμηλές τιμές σπίτια, μαγαζιά και αγροκτήματα πριν από την αναχώρησή τους για την Τουρκία, γιατρών που είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλία ερχόμενοι από τη νότια Ελλάδα ή αξιωματικών που είχαν υπηρετήσει το θεσσαλικό απελευθερωτικό αγώνα.
Εκτός από την αύξηση του πληθυσμού και άλλοι παράγοντες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και οικονομική τόνωση της Λάρισας, όπως, η εγκατάσταση στρατιωτικών μονάδων Πεζικού, Ιππικού και Πυροβολικού και, κυρίως, η οικοδόμηση των στρατώνων της πόλης το 1884, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η 1η Στρατιά και το στρατόπεδο Πλαστήρα. Τις στρατιωτικές μονάδες της Λάρισας επισκέπτονταν συχνά ο βασιλιάς Γεώργιος ο Λ’, οι πρίγκιπες και πολλοί επίσημοι, ιδίως όταν ο στρατός έκανε γυμνάσια· ο βασιλιάς δε, επισκεπτόταν την πόλη συχνά και διέμενε στο παλάτι της πλατείας Ανακτόρων, το οποίο αγόρασε στις 11 Οκτωβρίου 1881.
Συντέλεσε επίσης και η θέσπιση νομοθετημάτων από την ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να κατοχυρώσει τη νέα ελληνική διοίκηση στις προσαρτημένες περιοχές, που αφορούσαν σε δημοσιοοικονομικά ζητήματα όπως την παιδεία, την κοινωνική πρόνοια, τη λειτουργία των δικαστηρίων, των τηλεγραφείων και ταχυδρομείων. Για τον λόγο αυτό οι τοπικοί άρχοντες εστίασαν στην ανεύρεση κατάλληλων κτιρίων ώστε να φιλοξενήσουν τα πρώτα ελληνικά δημόσια καταστήματα και τα εκπαιδευτήρια, τα οποία στην πλειοψηφία τους στεγάστηκαν σε παλιά ευρύχωρα σπίτια Οθωμανών, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει οριστικά τη Λάρισα.
Παράλληλα, έγιναν συγκοινωνιακά έργα με πιο σημαντικό τον Λαρισαϊκό σιδηρόδρομο που επεκτάθηκε μέχρι τα νέα σύνορα, συστάθηκε η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας (παρόλο που είχε την έδρα της στο Βόλο) από Γάλλους και Έλληνες κεφαλαιούχους με επικεφαλής τον Λ. Συγγρό και θεμελιώθηκε το «Κουτλιμπάνειο Νοσοκομείο» ως Πολιτικό Δημοτικό αρχικά, το οποίο στη πορεία των ετών μετατράπηκε σε Γενικό Κρατικό.
Ο πληθυσμός της πόλης το 1910 έφτασε και πάλι, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω στους 30.000 κατοίκους – αριθμός κατοίκων που διέμενε στην πόλη πριν την αποχώρηση των Τούρκων. Η Λάρισα έχει αποκτήσει την ταχύτητά της. Το μέλλον φαίνεται ευοίωνο.
Το 1913-15 ηλεκτροφωτίζεται το κέντρο της πόλης, αποφασίζεται n δημιουργία της πρώτης Δημοτικής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της Δημοτικής Αστυνομίας, ιδρύεται το Εργατικό Κέντρο, n Γεωργική Σχολή που συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της γεωργίας στην ευρύτερη περιοχή. Η δεκαετία του 1920 χαρακτηρίζεται από την εγκατάσταση χιλιάδων προσφύγων από τον Πόντο με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι πρώτες προσφυγικές γειτονιές.
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου n Λάρισα οργανώνεται και μεταμορφώνεται σε νέα πόλη, με δρόμους, σχολεία, δύο μεγάλες κεντρικές πλατείες και ωραία νεοκλασικά κτίρια. Το 1930 εγκαινιάζεται ο Υδατόπυργος και από το 1931 n πόλη υδροδοτείται από τον Πηνειό ποταμό. Μέχρι το 1935 ιδρύονται το Δημοτικό Ωδείο, n Δημοτική Βιβλιοθήκη, το Μουσείο, ο Μουσικός Σύλλογος και… n Επιτροπή Τουρισμού.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου n πόλη σαν στρατιωτικό και συγκοινωνιακό κέντρο ήταν στην πρώτη γραμμή των γεγονότων. Μαζί με τις αεροπορικές επιδρομές και το μεγάλο σεισμό του 1941 n προπολεμική Λάρισα καταστρέφεται. Με την απελευθέρωση αρχίζει n νεότερη ιστορία της πόλης. Τα εξωραϊστικά έργα, τα νέα κτίρια αλλάζουν την όψη της. Η παλιά Λάρισα αρχίζει να χάνεται σιγά-σιγά.
Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ότι παράλληλα με όλα τα ανωτέρω που αφορούσαν κυρίως σε υποδομές του σύγχρονου ελληνικού κράτους εν γένει και ειδικά για την πόλη της Λάρισας, από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου αρχίζει να σχεδιάζεται το τουριστικό πρόγραμμα της χώρας. Ο ΕΟΤ ιδρύθηκε το 1929 υπό το Υπουργείο Οικονομικών της κυβερνήσεώς του. Αλλά, έξι χρόνια μετά, καταργήθηκε για να δώσει τη θέση του σε άλλες κρατικές υπηρεσίες. Παρ’ όλα αυτά οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν συνειδητοποιήσει την αξία του τουρισμού για την χώρα. «Από τα πρώτα μεσοπολεμικά χρόνια είχαν γίνει προσπάθειες από τις ελληνικές κυβερνήσεις να αυξηθεί ο αριθμός των ξένων επισκεπτών, φαινόμενο που “διογκώθηκε” με τον μαζικό τουρισμό των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Άρα σίγουρα από τη δεκαετία του ’30 βλέπουμε το κράτος να οργανώνεται προς αυτήν την κατεύθυνση» αναφέρει σχετικά ο αρχιτέκτονας Σταύρος Αλιφραγκής σε συνέντευξή του. Ο ΕΟΤ επανιδρύθηκε το 1951 και ανέλαβε το έργο της τουριστικής ανασυγκρότησης της χώρας, με σκοπό την προσέλκυση ξένων επισκεπτών και ομογενών, καθώς και την ανάπτυξη του εσωτερικού τουρισμού.
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις