ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Το μαγαζί που άλλαξε τη διασκέδαση της Ταχυδρομείου: Εκεί γινόταν η μεγαλύτερη κατανάλωση τεκίλας στα Βαλκάνια (φωτό)

Βράδυ, καθισμένη στη γωνία του μπαρ – πάντα είναι το πιο ωραίο σημείο αυτή η γωνία, η όποια γωνία σε όποιο μπαρ – επί της πλατείας Ταχυδρομείου συγκεκριμένα και μεσοβδόμαδα εκτυλίσσεται η ιστορία, περιμένω το ραντεβού για το θέμα που θα δημοσιευτεί αύριο (δεν έχει spoiler). Αρχίζω και βαριέμαι και μιλάω με τον μπάρμαν για το πώς ήταν παλιότερα αυτή η πλευρά της πλατείας, η Πρωτοπαπαδάκη. «Τα σουβλάκια του Μαραγκού τα θυμάσαι;» ρωτάω. Δεν τα θυμόταν. «Δηλαδή δεν θυμάσαι ούτε το O Cafe;» ξαναρωτάω με ακόμη μεγαλύτερη απορία. Ούτε αυτό το θυμόταν. «Είμαι 25 χρονών» μου λέει. Κάνω κάποιους γρήγορους υπολογισμούς, αν και δεν το χω και πολύ με τις πράξεις, τις μαθηματικές, και καταλήγω ότι είναι λογικό. Εξηγείται. Το O Café έχει σχεδόν είκοσι χρόνια που έκλεισε. Είκοσι χρόνια;;

Δεν σχολιάζω το σοκ, το πώς τα χρόνια περνάνε, το πώς μου φαίνεται σαν χθες, το πώς ερωτεύτηκα εκεί στο πρώτο χάλια ραντεβού και στο καλό λίγο αργότερα και στα καλύτερα που ακολούθησαν τον ίδιο άνθρωπο, στο πόσο χόρεψα – ίσως να είναι και το τελευταίο μαγαζί στη Λάρισα που χορεύαμε – το πως έχω μεγαλώσει έτσι… και τα συναφή. Δραπετεύω γρήγορα από όλα αυτά, τα κλισέ και αναπόφευκτα, και σκέφτομαι δύο πράγματα: πως είναι δυνατόν κάποιος να μην ξέρει στη Λάρισα την ύπαρξη αυτού του μαγαζιού, ειδικά όταν δουλεύει στη νύχτα, και πως μπορώ πλέον να του κάνω αφιέρωμα, έχει άλλωστε σχεδόν είκοσι χρόνια που έκλεισε.

Της Εύης Μποτσαροπούλου

Εντάξει, δεν έχει είκοσι χρόνια. Άνοιξε το 2000 και έκλεισε το 2008. Αλλά ήταν χρόνια πολύ γεμάτα. Ειδικά ανάμεσα στο 2002-2006. Τη χρυσή του εποχή. Συνέβησαν πράγματα εκεί. Άλλαξε το τοπίο της διασκέδασης στη Λάρισα, ή έστω έγινε μια δομική παρένθεση. Άλλαξε η ανθρωποτοπογεωγραφία της Ταχυδρομείου, στην πλευρά της Πρωτοπαδάκη δεν συνέβαινε τίποτε τότε, μεσουρανούσε η απέναντι με το Argo και το Detox. Άλλαξε η μουσική τοποθέτηση. Άλλαξε το design των μπαρ της πόλης. Το O υπήρξε μια τομή. Από την ομάδα του «βγήκαν» οι μελλοντικοί ιδιοκτήτες από τα περισσότερα σημαντικά μπαρ της πόλης. Και οι DJs. Θα επανέλθω σε αυτό. Πρέπει να πω πρώτα την ιστορία από την αρχή.

Όλα άρχισαν ένα μεσημέρι στο μπαρ Σκιές στον Προφήτη Ηλία όπου συναντιούνται ο Δημήτρης Ζημιανίτης με τον Γιάννη Μαλλιόπουλο. Ο Δημήτρης είχε μια πληροφορία για το μαγαζί που ήταν παλιά η χασαποταβέρνα Αυγερινός και ήταν ήδη δύο-τρία χρόνια κλειστό. «Μήπως;» Αυτό ήταν το ερώτημα. Επικοινωνούν άμεσα με τον Τάσο Γκαραφλή. «Μήπως;» τον ρωτάνε και αυτόν… Σε δύο μέρες πάρθηκε η απόφαση. Το concept υπήρχε ήδη στο μυαλό τους, ξέραν τι ακριβώς θέλαν· και θέλαν το ίδιο, κι ας μην το είχαν συζητήσει εκτενώς και διεξοδικά. Λεφτά δεν υπήρχαν αρκετά, αλλά αυτό ήταν λεπτομέρεια. Η ιδέα είχε ήδη σφηνώσει στο μυαλό τους και δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει.

Η περίοδος της κατασκευής ήταν βέβαια λίγο χρονοβόρα, τα χρήματα τελικά δεν ήταν τόσο λεπτομέρεια. Αλλά αυτό που δημιουργήθηκε εν τέλει ήταν αυτό που έπρεπε για να πλαισιώσει το concept τους. Η μουσική ήταν αυτό, η electro house της εποχής, και η ρευστότητα του χώρου. Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Ράικος κατάλαβε αμέσως τι φαντάζονταν, και έφτιαξε ένα χώρο να ρέει. Δεν υπήρχε καμία γωνία μέσα στο μαγαζί, μόνο καμπύλες. Από το μπαρ, το συνεχόμενο καναπέ αριστερά του μπαρ που το ξύλο της πλάτης συνέχιζε σε ύψος και με μια καμπύλη αγκάλιαζε το ταβάνι, το διέτρεχε και έφτανε απέναντι. Η πρόσοψη δημιουργούσε έναν αφηρημένο κύκλο, το ίδιο και το πλαίσιο του καναπέ πίσω. Έτσι προέκυψε και το όνομα. Ο. Το επέβαλε ο ίδιος χώρος.

Ήταν όντως εντυπωσιακό το design. Από το γυάλινο πατάρι μέχρι τις τουαλέτες με τον πράσινο Kartel καναπέ να δεσπόζει, κι αυτός καμπύλες είχε, και τη μουσική να ακούγεται από ηχεία τοποθετημένα μέσα στις τουαλέτες. Πρωτοπορίες… Έγιναν πολλές customized κατασκευές για την εσωτερική λειτουργία του μπαρ που καθιερώθηκαν τα επόμενα χρόνια στο πως κατασκευάζονται τα μπαρ στην πόλη – υπήρχε μια τρύπα για παράδειγμα και όλα τα σκουπίδια πέφτανε κατευθείαν στο υπόγειο, αλλά και εξωτερικά. Για μας, για τον κόσμο. Το μπροστινό τμήμα του μπαρ στηριζόταν πάνω σε ράγες και επιμηκύνονταν για να φτάσει στην πρόσοψη του μαγαζιού· τα καλοκαίρια η τζαμαρία σηκωνόταν και ένα εξωτερικό μπαρ δημιουργούνταν. Ήταν το πιο περιζήτητο σημείο. Αν κατάφερνες να το φτάσεις από τον άπειρο κόσμο που καθόταν είτε στα διάσπαρτα ψηλά σταντ, είτε απέναντι στους καναπέδες της πλατείας, είτε στους πολλούς, μα πολλούς όρθιους· 500 άτομα τουλάχιστον μαζεύονταν στον πεζόδρομο της Πρωτοπαδάκη. Για έξι μήνες, από άνοιξη μέχρι φθινόπωρο που το μαγαζί λειτουργούσε στην καλοκαιρινή του βερσιόν, στην πραγματικότητα δεν έκλεινε ποτέ. Δεν προλάβαινε κανείς να κλειδώσει· οι καθαρίστριες συναντούσαν ακόμη τους της βραδινής βάρδιας και μέχρι να τελειώσουν έρχονταν οι πρωινοί για να πιάσουν δουλειά!

Δεν ήταν όλα έτσι βέβαια από την αρχή. Η μουσική που ήταν αυτή που χαρακτήρισε το χώρο και έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο στην επιτυχία του, ήταν και αυτή που στην αρχή δημιούργησε δυσκολίες. Πάντα έτσι δεν γίνεται; Το ίδιο χαρακτηριστικό σε πρόσωπα και καταστάσεις είναι ταυτόχρονα το μεγαλύτερο πλεονέκτημα και μειονέκτημα, μέχρι να κάτσει κάπου η μπίλια. Η ανθρωπογεωγραφία της διασκέδασης στην πλατεία Ταχυδρομείου είχε συνηθίσει στην ελληνική μουσική. Η electro house της έπεφτε λίγο δύσπεπτη. Αλλά ο Δημήτρης, ο Γιάννης και ο Τάσος, το γουστάρανε πολύ το concept· το πιστεύανε, επέμειναν, έκαναν υπομονή και τα κατάφεραν να αλλάξουν συνήθειες στους Λαρισαίους και να επιβάλλουν μια άλλη μουσική πρόταση, μια άλλη φιλοσοφία και αισθητική.

Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το beach bar που άνοιξαν οι ίδιοι το πρώτο καλοκαίρι στα Μεσάγγαλα. Ήταν το C. Άλλο ένα γράμμα. Αυτό έκανε ηχητικό λογοπαίγνιο με το sea, τη θάλασσα. Και γοήτεψε τους Λαρισαίους. Το αποκαλόκαιρο άρχισαν οι ίδιες παρέες να μαζεύονται στο O. Αργότερα άνοιξαν ένα άλλο beach bar, το θρυλικό Fisheye, πάλι ηχητικό λογοπαίγνιο κάνανε, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…

Πάντως, αυτό με τις παρέες ήταν εντυπωσιακό. Πολλές και σταθερές. Ξέρανε όλοι τους από τη βασική ομάδα, ποιος θα ερχόταν, τι ώρα με ποιους και σε ποιο σημείο ακριβώς θα καθόταν. Υπήρχαν μάλιστα και δύο συγκεκριμένες παρέες, καμία σχέση με Λάρισα, η μία από Θεσσαλονίκη και η άλλη από Αθήνα που ερχόταν σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Μέναν απέναντι στο Grand Hotel από την Παρασκευή μέχρι την Κυριακή ήταν συνέχεια εκεί, στο Ο. Το μαγαζί είχε γίνει άλλωστε γνωστό σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ως ο «ναός της house». Πολλά βράδια την ώρα που έπαιζε το τελευταίο τραγούδι και έκλεινε η μουσική, ο κόσμος χειροκροτούσε αυθόρμητα, λες και ήταν σε συναυλία!

Τρεις βάρδιες είχε καθημερινά το μαγαζί από Djs. Η πρώτη ξεκινούσε 12 το μεσημέρι με 5 το απόγευμα, η δεύτερη από 5 μέχρι 10 το βράδυ που ερχόταν ο τελευταίος Dj και έπαιζε μέχρι το κλείσιμο. Αυτό δεν είχε ξαναγίνει στη Λάρισα· ούτε ξανάγινε. Και στην Αθήνα όταν έγινε γνωστό στον κύκλο των djs έκανε αίσθηση… άκου καθημερινά τρεις διαφορετικοί djs να παίζουν τη δική τους μουσική! Εκεί δημιουργήθηκε το “brand” του Manolo, Μανώλη τον λέγανε αλλά στο O τον βάφτισαν Manolo. Εκεί μετονομάστηκε και ο Δημήτρης, Δημητράκη τον φωνάζανε γιατί ήταν μικροκαμωμένος, σε Little D· o Little D σήμερα παίζει μουσική στον Σκορπιό στη Μύκονο και σε τρία μαγαζιά στο Tulum στο Μεξικό. Εκεί έπαιξε και ο Νίκος Δελλής, ο Λάμπρος Μπλέκος, ο Teo, ο Βασίλης Sparky, η Εύα Μπουντούρη… Δεν έβγαινε τυχαία κάθε χρόνο, στα γενέθλια του μαγαζιού, συλλεκτικό CD με τις μουσικές επιλογές της χρονιάς που πέρασε, το οποίο μοιραζόταν ως δώρο στους θαμώνες! Είχαν και ομπρέλες – άσχετο, πως πήγε το μυαλό μου από τα cd στις ομπρέλες – που τις μοίραζαν στον κόσμο όταν έβρεχε, μπλε από έξω και ασημί από μέσα με το λογότυπο· ακόμα και σήμερα πετυχαίνεις καμιά τέτοια στους δρόμους της Λάρισας…

Το μαγαζί αυτό είχε χαρακτήρα. Ταυτότητα. Αν και λέμε ότι οι άνθρωποι κάνουν τα μαγαζιά. Σωστό είναι και αυτό. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Και οι άνθρωποι έπαιξαν στην τελική τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν αναφέρομαι μόνο σε μας, στο κοινό. Αλλά και στον μικρόκοσμο της ομάδας του Ο – τι μικρόκοσμος δηλαδή… τις χρυσές χρονιές έφτασε να απασχολεί 75 άτομα προσωπικό! Δεν ήταν μόνο οι τρεις τους, ο Δημήτρης, ο Γιάννης και ο Τάσος. Ήταν όλη η ομάδα. Που ήταν δεμένη. Που κράτησε επαφές. Που έγιναν κουμπαριές και παρέες. Και στα ρεπό τους οι περισσότεροι πάλι στο Ο πήγαιναν για να βρουν τους φίλους τους και να πιουν ποτά. Είχαν φτάσει να αυτοματοποιηθούν οι διαδικασίες μεταξύ τους, με τα μάτια συνεννοούνταν όταν δούλευαν. Πως αλλιώς να διαχειριστείς τόσο κόσμο; Πώς να σταθείς στον πήχη που έχεις θέσει; Ήταν και άξια η ομάδα. Από αυτή προέκυψαν, είπαμε, οι σημερινοί ιδιοκτήτες σημαντικών μαγαζιών. Ο Αποστόλης, ο Χάρης, ο Κώστας και ο Κλεάνθης έγινε η ομάδα που δημιούργησε το Bollocks. Ο Αχιλλέας, ο Θάνος και Παναγιώτης έκαναν τα Ramblas. O Γιάννης, ήταν ένας από τους τρεις πρώτους στο People. Ο ένας από τους δίδυμους που μετά μαζί με τον αδερφό του έκαναν το Πόρτεγο, το Alley, τη Lolita. Ο Μακης και η Τέτη που έγιναν ζευγάρι και άνοιξαν την Ακαμάτρα. Ο Δημήτρης που έκανε μετά το Walk the Line. Ο Γιώργος Παρλίτσης που άνοιξε το Hello Mummy. O Αλέκος Πατσούρας που με τον Αλέξη Σακελάρη άνοιξαν το Kubrick, σαν φυσική συνέχεια, το πρώτο ειδικά το μικρό, του O, ακριβώς δίπλα του. Ο Βασίλης Λίαπης που έφτιαξε το Vintage και πλέον το Circus. Ο Νίκος Χαπίτας, ο αρχιτέκτονας που δούλευε στο μπαρ και στην πορεία ανέλαβε τον σχεδιασμό του Fisheye και αργότερα πολλών άλλων μαγαζιών και έργων στη Λάρισα.

Oh O Café” το χαρακτηριστικό ραδιοφωνικό σποτάκι του όλα τα χρόνια… Ποιος το ξέχασε; Με αυτό θα κλείσω. Με αυτό το επιφώνημα. Ολαλά!

Και κάποια αξιομνημόνευτα, κάποια στατιστικά και γεγονότα.

*Η μέρα που έκανε διαχρονικά τον μεγαλύτερο τζίρο της χρονιάς ήταν η Μεγάλη Παρασκευή.

*Το O Café έκανε την μεγαλύτερη κατανάλωση στα Βαλκάνια, αναλογικά με το μέγεθός, του με βάσει τα στοιχεία των προμηθευτών.

*Έτσι ο Δημήτρης Ζημιανίτης ήταν για 20 μέρες στο Μεξικό, δώρο από την εταιρία.

*Τα αποκριάτικα πάρτυ ήταν απίθανα.

*Δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στις καθημερινές και τα Σαββατοκύριακα· κάθε μέρα χορεύαμε.

*Είχε πραγματικό καλό ηχοσύστημα, εξ ού και και οι πολλές κλήσεις για ηχορύπανση…

*Ένα Μεγάλο Σάββατο δεν πρόλαβαν να κλείσουν, ξημέρωσε Κυριακή του Πάσχα και έψησαν αρνί εκεί μπροστά με τον Αλέξη Γεωργούλη να γυρνά τη σούβλα.

*Από το 2000 ήταν οι πρώτοι που πλήρωναν με e-banking προμηθευτές και προσωπικό.

Και το καλύτερο για το τέλος…

*Ένα βραδάκι έγινε διακοπή ρεύματος στην πόλη. Όλα τα μαγαζιά έκλεισαν, εκτός από το O. O Ζημιανίτης είχε έμπνευση. Πήγε και αγόρασε άπειρα ρεσώ κεράκια, τα οποία τα έβαλε σε χάρτινα σακουλάκια και ποτήρια, δημιούργησε ένα διάδρομο από την Παναγούλη και την Ασκληπιού που οδηγούσε στο μαγαζί, και 800 άτομα μαζεύτηκαν να πίνουν ποτά μέσα στο σκοτάδι υπό το φως μόνο των κεριών, χωρίς μουσική. Τα ποτήρια τα έπλεναν στο χέρι, όλα ανεβοκατέβαιναν με τα πόδια από τις σκάλες, με δίσκους, από την παραγωγή γιατί τα ασανσέρ δεν λειτουργούσαν. Κανείς δεν γκρίνιαξε. Ήταν μια βραδιά μαγική!

“Oh LΑ LΑ… O Café”

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες