ΛΑΡΙΣΑ
Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας για Τέμπη: «Έχουμε καθήκον υπεράσπισης του δικαίου και της αληθείας»

Ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας με ανακοίνωση του συμμετέχει στην καθολική απεργία της 28ης Φεβρουαρίου 2025, η οποία, όπως επισημαίνει, «συνιστά τη δεύτερη μαύρη επέτειο του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, του μεγαλυτέρου στην Ελλάδα, το οποίο στέρησε τη ζωή 57 συνανθρώπων μας, κυρίως νέων παιδιών».
Ειδικότερα και σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση
«Μαζί με άλλους Δικηγορικούς Συλλόγους έχουμε ευθύς εξαρχής αναλάβει τον ρόλο του παραστάντος προς υποστήριξη της κατηγορίας, με σκοπό τη συμβολή μας στην αποκάλυψη της αλήθειας και την απόδοση της δικαιοσύνης. Υπό τη διττή μας ιδιότητα, έχουμε καθήκον υπεράσπισης του δικαίου και της αληθείας, καθώς και εκείνων που θεωρούν τις αξίες αυτές αδιαπραγμάτευτες. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι η κυβέρνηση: Α. Την αμέσως επόμενη ημέρα, επισήμως ανακοίνωσε ότι αιτία της σύγκρουσης ήταν ανθρώπινο λάθος, πριν ακόμη επιληφθούν οι επίσημες δικαστικές αρχές, οι οποίες είναι οι μόνες αρμόδιες για την απόδοση ευθυνών. Β. Διά των εκπροσώπων της ενορχήστρωσε στην πόλη μας μία κακόγουστη και καθόλα προσβλητική για τα θύματα και τους συγγενείς τους παράσταση, στην οποία προσπάθησε να πείσει ότι λειτουργούσε σύστημα τηλεδιοίκησης, την ίδια ώρα που στον τόπο του εγκλήματος μηχανήματα είχαν αρχίσει, πέραν κάθε ορθής διαδικασίας, να τον αλλοιώνουν.
Γ. Στη συνέχεια, και σε μια απόπειρα κατευνασμού των αντιδράσεων και με σκοπό να αλλάξει την ατζέντα του δημόσιου διαλόγου, επιδόθηκε σε τεχνικές αναλύσεις, παίρνοντας σαφή θέση επί ζητημάτων για τα οποία είχε ήδη ξεκινήσει η ανακριτική διαδικασία. Συγκρότησε δε Εξεταστική Επιτροπή, κατά τη διάρκεια λειτουργίας της οποίας καταγράφηκαν ανοίκειες επιθέσεις σε μάρτυρες, με αποτέλεσμα να τροφοδοτηθούν τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, αναπαράγοντας βεβαιότητες που η ίδια η κυβερνητική πλειοψηφία διακινούσε, χωρίς ποτέ να ελέγχονται για την ειλικρίνειά τους. Η φράση του Πρωθυπουργού: «Δεν ήταν και η καλύτερη στιγμή της Βουλής, η Εξεταστική Επιτροπή για τα Τέμπη», αναδεικνύει το μέγεθος της απαξίωσης των θεσμών και των πολιτών.
Δ. Ανάμεσα σε δυσφημήσεις που στρέφονται κατά των συγγενών των θυμάτων αλλά και κατά των συνηγόρων τους, ακούστηκαν και συνεχίζουν να ακούγονται από τα χείλη υπουργών προκλητικές ύβρεις, τις οποίες διαδέχονται δημόσιες τοποθετήσεις μελών της εκτελεστικής εξουσίας με κρίσεις για την πορεία των ανακριτικών ενεργειών και για το δήθεν ατελέσφορο των ερευνών. Με μόνο ενδιαφέρον την επικοινωνιακή διαχείριση του συμβάντος, ο Υπουργός Δικαιοσύνης διακηρύσσει την κυβερνητική αποφασιστικότητα, τροποποιώντας τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ανακοινώνοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα πιθανές δικασίμους, επιδιώκοντας έτσι το άρον-άρον κλείσιμο της ανακριτικής διαδικασίας, παρότι ο νόμος δεν του επιφυλάσσει ανάλογες αρμοδιότητες.
Ε. Και ενώ σε ένα ευνομούμενο ευρωπαϊκό κράτος, το ελάχιστο που όφειλε να κάνει η εκάστοτε Κυβέρνηση ήταν να θέσει τον κρατικό μηχανισμό σε εγρήγορση, βελτιώνοντας άμεσα τις συνθήκες του διαχρονικά, από όλες τις κυβερνήσεις, εγκαταλελειμμένου εθνικού σιδηροδρόμου, να τον εκσυγχρονίσει, να θέσει σε λειτουργία συστήματα τηλεδιοίκησης και να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας ώστε να μην επαναληφθεί ένα νέο δυστύχημα, εν τούτοις, δύο έτη μετά, ουδέν προχώρησε προς αυτή την κατεύθυνση, ενισχύοντας την πεποίθηση των Ελλήνων ότι από τύχη ζούμε.
Η πολιτική ανευθυνότητα που επιλέγει να ακολουθήσει η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός για το δυστύχημα των Τεμπών, καθώς και οι διαρκείς προσπάθειες αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης με την ωμή παρέμβασή του στην ανακριτική διαδικασία, επί σχεδόν μία διετία, δεν μπορεί να αγνοείται, ούτε να δικαιολογείται, ούτε να εξισώνεται με τις κινήσεις και διατυπώσεις των συγγενών των θυμάτων, των συνηγόρων τους και όσων έχουν δηλώσει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας. Για τα πρόσωπα αυτά άλλωστε, ο νόμος έχει προβλέψει την ενεργή παρουσία τους στις ανακριτικές διαδικασίες και στην ποινική δίκη, με σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας. Σε ένα κράτος δικαίου, οι κρίσεις, οι συλλογισμοί, τα αιτήματα και η τακτική που ακολουθούν αυτά τα πρόσωπα είναι δικονομικής και ουσιαστικής φύσεως, λαμβάνουν δε απαντήσεις μόνο από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές και όχι βέβαια από το κάθε κυβερνητικό όργανο.
Με αφορμή την ανάγκη προστασίας του θεσμού της δικαιοσύνης, η ηγεσία αυτής επανειλημμένως προέβη σε άστοχες δημόσιες δηλώσεις, υπερβαίνοντας τον θεσμικό της ρόλο, με αποτέλεσμα να διαρραγεί ακόμα περισσότερο το κύρος της δικαιοσύνης, καθώς κατέστησαν τα όρια των λειτουργιών δυσδιάκριτα, διαχέοντας στην κοινωνία αισθήματα ανασφάλειας και δυσπιστίας απέναντι στο σύνολο των πολιτειακών θεσμών. Τέλος, με γνώμονα την κατωτέρω εξόχως επίκαιρη θέση του αείμνηστου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ιωάννη Μανωλεδάκη, αναλαμβάνουμε ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί την ευθύνη, καθώς η νομιμότητα είναι υπόθεση όλων μας:
«Τα πρόσωπα με τη λειτουργία και τη συμπεριφορά τους στον κοινωνικό χώρο δυναμώνουν ή αποδυναμώνουν τους θεσμούς. Η θεσμική κρίση σε ορισμένο τόπο και ιστορικό χρόνο δεν οφείλεται μόνο στην κακή χρήση της εξουσίας από τα πρόσωπα που την ασκούν, αλλά και στην παθητική αποδοχή αυτής της κατάχρησης από τα μέλη της κοινωνίας ή, ακόμα και στην ενεργητική συμβολή τους στη διατήρησή της. Σε μια Δημοκρατία η νομιμότητα δεν αποτελεί μόνο ευθύνη του κράτους, αλλά είναι υπόθεση του κάθε υπεύθυνου πολίτη, υπόθεση όλων μας».
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις