Εύη Μποτσαροπούλου

Ήμουν παντελώς ανυποψίαστη

Την Κυριακή το βράδυ συνέβη κάτι.

Στη Λάρισα.

Μέσα μου.

Για το οποίο δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη· μα καθόλου.

Και κυρίως δεν ήμουν καθόλου υποψιασμένη.

Αυτό, το τελευταίο, μάλλον με σόκαρε περισσότερο.

Γιατί στην πραγματικότητα, θεωρητικά, ήξερα. Είχα όλες τις πληροφορίες. Γενικώς και ειδικώς.

Της Εύης Μποτσαροπούλου

Ήξερα, ειδικώς, ότι τα παιδιά του Μουσικού Σχολείου Λάρισας ετοιμάζανε μια παράσταση αφιέρωμα στη μνήμη των θυμάτων των Τεμπών. Για τα Τέμπη ήξερα βέβαια πολλά, γενικώς. Με δική τους πρωτοβουλία. Εξωσχολική. Τόσο που δεν είχαν αίθουσες και ώρες για να κάνουν πρόβες. Την άκουγα αυτή την γκρίνια μέρες τώρα. Προσπαθούσα να εξηγήσω στον γιο μου, που συμμετείχε, ότι προφανώς δεν γίνεται επίτηδες. Κανείς δεν θέλει να τους σαμποτάρει ή να τους αποτρέψει. Απλά δεν μπορούσε να ενταχθεί στο σχολικό προγραμματισμό γιατί δεν ήταν ενδοσχολική εκδήλωση. Τέλος πάντων. Δεν είναι αυτό το θέμα. Οι πρόβες, οι εξωσχολικές ή οι ενδοσχολικές. Το αναφέρω για να δείξω ότι ήξερα.

Ήξερα ότι προσπαθούσαν μόνα τους να κάνουν γκρουπάκια και να αποφασίσουν ποιο τραγούδι θα παίζαν ή τι άλλο θα κάνανε. Για τη μουσική τους διαμαρτυρία. Γράφαν παρτιτούρες, κάνανε τις μεταγραφές για το κάθε όργανο. Ώρες ατελείωτες με τις παρτιτούρες. Σε ένα ίσως βαθμό με εκνεύρισαν αυτές οι παρτιτούρες. Δεν άφηναν χρόνο για τίποτα άλλο. Π.χ. για διάβασμα; Αν και δεν κράτησε και πολύ, δυο βδομάδες το πολύ.

Και πήγα.

Λίγο βαριεστημένη. Άλλη μια σχολική εκδήλωση. Στο αυτοκίνητο ψιλομάλωνα κιόλας. Όχι με τον γιο μου. Αυτός ήταν ήδη στο σχολείο του.

Έτσι πήγα. Νωρίτερα από το συνηθισμένο μου, την τελευταία στιγμή. Λίγο εκνευρισμένη. Περίμενα· άλλα πράγματα σκεφτόμουν, άλλα με απασχολούσαν. Περίμενα να αρχίσει η γιορτή. Η σχολική. Ως συνήθως. Ως μαμά. Στις γιορτές τις σχολικές.

Ήμουν παντελώς ανυποψίαστη.

Όταν άρχισαν οι εισαγωγικές ομιλίες, πρώτος μίλησε ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς. Είχε ροή και δομή η σκέψη του. Και ο λόγος του. Μιλούσε εκτός κειμένου. Δύσκολα να είναι καλό. Αλλά ήταν. Αυτά σκεφτόμουν. Όχι τόσο το τι έλεγε. Έλεγε πως και γιατί αποφάσισαν να διοργανώσουν την εκδήλωση μνήμης. Αν ήταν πολιτικοποιημένη ή όχι. Τι είναι πολιτικοποιημένο τελικά. Τα άκουγα. Τα έχω ξανακούσει. Όλοι μας. Ήταν τα αναμενόμενα λόγια σε τέτοιες περιπτώσεις. Ειδικά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, των Τεμπών. Περισσότερο με εντυπωσίασε η ηλικία του ομιλητή. Βατά τα πράγματα. Τα θέματα. Αλλά δεν ήταν κλισέ. Το όλον του ομιλητή, του δεκαεπτάχρονου, δεν το έκανε κλισέ.

Ίσως εκεί θα έπρεπε να αρχίσω να υποψιάζομαι.

«Ξέρεις γιατί μιλάνε;» ρώτησα τον πεντάχρονο αδερφό του γιου μου που τον είχα αγκαλιά. «Για τα Τέμπη» μου είπε με μεγάλη σιγουριά. Τι ρωτούσα, ήταν το αυτονόητο. Έτσι νόμιζα και γω. «Αυτή γιατί φωνάζει;» Με ρώτησε. Αναφερόταν στην κα Άλμα Λάτα. Τη μητέρα της Κλαούντια. Πρώτη φορά άκουγα από κοντά μάνα των Τεμπών να μιλάει. Είχα ήδη σφιχτεί όταν με ρώτησε το παιδί. «Είναι πολύ στεναχωρημένη και πολύ θυμωμένη για την κόρη της» του είπα. Δεν ρώτησε περαιτέρω. Αλλά ήταν απορημένο ακόμη. Και σφιγμένο. Το καταλάβαινες. Και σφίχτηκα περισσότερο.

Αλλά ακόμη ήμουν ανυποψίαστη.

Άρχισε το δρώμενο. Γιατί δρώμενο ήταν τελικά. Καλλιτεχνικό. Πλήρες. Μια κοπελίτσα έκανε την αφηγήτρια στο πόντιουμ. Εξηγούσε την ιστορία από την αρχή. Σε κάθε ορόσημο σταματούσε και για να μπούνε παιδιά στη σκηνή να κάνουν θεατρικό δρώμενο, να παίξουν μουσική, να τραγουδήσουν. Τα τραγούδια όλα γνωστά. Εκτός από ένα που το έγραψε μια άλλη κοπελίτσα· τους στίχους, τη μουσική την γράψαν όλοι μαζί αυτοί που το παίζαν. Να ξανακάνουν θεατρικό δρώμενο. Σύντομο. Τόσο όσο. Να ξανατραγουδήσουν. Σκηνοθετικά άψογο.

Αλλά ήμουν ακόμη ανυποψίαστη.

Και το χορευτικό δρώμενο μου έσκασε στα μούτρα. Κορίτσια χορεύανε, το πώς πεθαίνανε. Στο τρένο. Με ένα cajon να δίνει τον ρυθμό. Τους χτύπους της καρδιάς. Αυτό μετά το κατάλαβα. «Τι είναι αυτό που ακούγεται» με ρώτησε πάλι το μικρό. Μαζί με το cajon ακουγόταν το ηχητικό με το «Δεν έχω οξυγόνο». Δεν απάντησα. Τι να του πεις;

Επιτέλους υποψιάστηκα.

Μάλλον έτσι νόμισα. Μετά το κατάλαβα και αυτό.

Η παράσταση εξελισσόταν. Είχε σενάριο, είχε δομή. Πλέον ήταν ξεκάθαρο. Και ότι πήγαινε προς την κορύφωση.

«Πως σου φαίνεται;» ρώτησα το μικρό. «Είναι περίεργο. Ο Δημήτρης πότε θα βγει να παίξει; Έβαλα και γω ένα σολ στις παρτιτούρες» είπε. «Σε λίγο. Είναι μελαγχολικό, ε;» «Τι σημαίνει μελαγχολικό;» «Κάτι που μας κάνει λυπημένους» «Ναι, νιώθω λυπημένος». Είπε.

Όλοι μας. Πολύ.

Τα παιδιά εκτός σκηνής, παρακολουθούσαν από τη μισάνοιχτη πόρτα. Κάποια άρχισαν να κλαίνε.

Και εκεί επιτέλους υποψιάστηκα.

Έπρεπε να φτάσουμε όμως σχεδόν στο τέλος. Λίγο πριν την κορύφωση. Τόσο πολύ άργησα.

Τα παιδιά μπήκαν σχεδόν όλα στη σκηνή. Κρεμάσαν ένα πανό. Έπαιξε το τελευταίο τραγούδι. Ξαναβγήκαν στη σκηνή. Απόλυτα σιωπηλά. Τόσο που ήταν σαν μεγάλο statement. Κάναν ένα ημικύκλιο. Το ένα μετά το άλλο, με τη σειρά, λέγαν «Δεν Ξεχνώ». Χωρίς να φωνάζουν. Ήσυχα με τη φωνή τους. Δεν παίζαν ρόλο. Μόνο έλεγαν αυτή τη φράση. Μετά σιωπή. Στον προτζέκτορα έπαιξαν τα ονόματα των θυμάτων. Και οι ηλικίες. Όλοι είχαν σηκωθεί όρθιοι. Μόλις έσβησε και το τελευταίο, τα παιδιά, εκεί άκαμπα στη θέση τους, στη σκηνή, στο ημικύκλιο, φώναξαν, δυνατά, πολύ, όλα μαζί «Μην Ξεχνάς».

Έκλαιγαν.

Κάποια πιο λίγο, άλλα με αναφιλητά.

Έπαθα σοκ.

Τα παιδιά έκλαιγαν.

Τα δικά μας παιδιά έκλαιγαν.

Δεν το περίμενα, καθόλου. Ήμουν παντελώς ανυποψίαστη.

Δεν είχα καταλάβει μέχρι εκείνη τη στιγμή, πόσο πολύ έχουν επηρεαστεί τα παιδιά από όλο αυτό που έγινε και γίνεται. Σαν να το έχουν κάνει δικό τους. Και το τραύμα και το θέμα. Της δικής τους γενιάς.

Αυτή τελικά είναι η γενιά των Τεμπών. Η πρώτη γενιά μετά το Πολυτεχνείο που έχει όνομα.

Και δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη· μα καθόλου.

Και δεν ήμουν καθόλου υποψιασμένη. Κυρίως αυτό.

Υ.Σ. Δεν βάζω βιντεάκια από την Κυριακή το βράδυ στο Μουσικό Σχολείο. Στην τελική, ψάξτε τα. Κυκλοφορούν ήδη αρκετά στα social. Γιατί δεν θα δείξουν τίποτα. Μόνο το καλλιτεχνικό δρώμενο που ήταν υψηλής συνοχής και αισθητικής. Και το έκαναν όλο, μα όλο, μόνα τους τα παιδιά. Μόνα τους.

Αλλά έκλαιγαν.

Πώς να θαυμάσεις το ταλέντο και την καλλιτεχνική αξία;

Αφού έκλαιγαν.

Και μετά αφού τελείωσε. Και όλος ο κόσμος ήταν έξω σε μια βουβαμάρα. Έβγαιναν τα παιδιά έβρισκαν γονείς και φίλους και μόλις τα αγκάλιαζες ξαναέκλαιγαν.

Κανένα βιντεάκι δεν το «πιάνει» αυτό. Και καλά κάνει.

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες